Μπαμπά
Γύρισα αργά. Είχα πάει με το Νίκο και τη Σοφία σινεμά. Μαλακίες. Δεν θυμάμαι καν τι είδαμε. Όλη την ώρα να χουφτώνονται κι’ εγώ να τρώω ποπ κορν σαν την βουλιμική. Μετά την αράξαμε Μαβίλη. Ο Νίκος έστριψε ένα μπάφο, πήραμε και κουτάκια Heineken από το περίπτερο.
Είχα δει ότι η ώρα είχε περάσει, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Και; Το πολύ- πολύ να με έσερνε από το μαλλί ο μπαμπάς. Δεν ανησυχώ πλέον γι’ αυτό. Το συνήθισα.
Η αλήθεια είναι ότι ανησυχώ λίγο επειδή το συνήθισα. Δεν το συνήθισα απλά. Μ’ αρέσει κιόλας. Πιάνω τον εαυτό μου να κάνει επίτηδες μαλακίες, όχι για να του τη σπάσω αλλά για να τον δω να μου ορμάει. Σκέφτηκα ότι δεν είναι φυσιολογικά πράγματα αυτά. Χέστηκα. Ούτε εγώ είμαι φυσιολογική. Δεν θέλω να γίνω φυσιολογική. Άντε γαμηθείτε όλοι σας.
Του αρέσει κι’ αυτουνού, σίγουρα. Παρακαλάει να κάνω τη μαλακία μόνο και μόνο για να με ξυλοφορτώσει. Θ’ αρχίσει να το κάνει και χωρίς αφορμή σε λίγο. Είμαι σίγουρη.
Τον Ηλία τον σούταρα. Αυτό δεν ήταν γκόμενος, πρες παπιέ ήταν. Μου ‘χε πρήξει τα’ αρχίδια με το να με ρωτάει αν περνάω καλά, και να του πω τι θέλω να κάνουμε, και ότι μ’ αγαπάει και πόσο τυχερός είναι που με έχει. Μαλακίες. Έπιασα τον εαυτό μου να τον τσατίζει επίτηδες μόνο και μόνο για να δω την αντίδρασή του. Πολύ θα ήθελα να με χτυπήσει μια φορά, σαν τον μπαμπά. Και γιατί το κάνεις αυτό και νομίζω ότι έχεις άδικο και ότι είσαι υπερβολική. Συζήτηση ολόκληρη.
Η Δημητρούλα δεν τολμάει να του πει κουβέντα του μπαμπά. Σούζα την έχει. Τι να πει. Μέσα στη χλίδα είναι. Όλα μια χαρά. Ούτε δουλεύει, ούτε τίποτα και πάει κομμωτήριο έξι φορές το μήνα, και για ψώνια κάθε Σάββατο και redecoration στο σπίτι κάθε χρόνο. Αυτή δεν τη χτυπάει. Καλύτερα. Δεν θα ‘θελα να το δω αυτό. Όχι επειδή τη νοιάζομαι τόσο. Ξενέρωτη είναι και δεν γουστάρω καθόλου να καταλήξω σαν τα μούτρα της. Θα ζήλευα. Γι’ αυτό.
Βαριέμαι. Λέω να πάρω ένα ψαλίδι και να κουρευτώ μόνη μου. Κι’ ας γίνω χάλια. Και; Το πολύ- πολύ να φάω ξύλο πάλι.
Θα δω πάλι τις ρυτίδες στο μέτωπό του να βαθαίνουν. Το χείλος του να τρεμοπαίζει. Το πουκάμισό του να κολλάει πάνω του από τον ιδρώτα. Τα μάτια του να με κοιτάζουν με αγάπη. Την πιο μεγάλη και αληθινή αγάπη που έχω δει ποτέ. Θέλω να μ’ αγαπάει για πάντα. Έτσι. Κι’ ας πονάω.
Για να πονάω.
Αν αγαπούσα λίγο τον εαυτό μου, θα με χτυπούσα.
Είχα δει ότι η ώρα είχε περάσει, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Και; Το πολύ- πολύ να με έσερνε από το μαλλί ο μπαμπάς. Δεν ανησυχώ πλέον γι’ αυτό. Το συνήθισα.
Η αλήθεια είναι ότι ανησυχώ λίγο επειδή το συνήθισα. Δεν το συνήθισα απλά. Μ’ αρέσει κιόλας. Πιάνω τον εαυτό μου να κάνει επίτηδες μαλακίες, όχι για να του τη σπάσω αλλά για να τον δω να μου ορμάει. Σκέφτηκα ότι δεν είναι φυσιολογικά πράγματα αυτά. Χέστηκα. Ούτε εγώ είμαι φυσιολογική. Δεν θέλω να γίνω φυσιολογική. Άντε γαμηθείτε όλοι σας.
Του αρέσει κι’ αυτουνού, σίγουρα. Παρακαλάει να κάνω τη μαλακία μόνο και μόνο για να με ξυλοφορτώσει. Θ’ αρχίσει να το κάνει και χωρίς αφορμή σε λίγο. Είμαι σίγουρη.
Τον Ηλία τον σούταρα. Αυτό δεν ήταν γκόμενος, πρες παπιέ ήταν. Μου ‘χε πρήξει τα’ αρχίδια με το να με ρωτάει αν περνάω καλά, και να του πω τι θέλω να κάνουμε, και ότι μ’ αγαπάει και πόσο τυχερός είναι που με έχει. Μαλακίες. Έπιασα τον εαυτό μου να τον τσατίζει επίτηδες μόνο και μόνο για να δω την αντίδρασή του. Πολύ θα ήθελα να με χτυπήσει μια φορά, σαν τον μπαμπά. Και γιατί το κάνεις αυτό και νομίζω ότι έχεις άδικο και ότι είσαι υπερβολική. Συζήτηση ολόκληρη.
Η Δημητρούλα δεν τολμάει να του πει κουβέντα του μπαμπά. Σούζα την έχει. Τι να πει. Μέσα στη χλίδα είναι. Όλα μια χαρά. Ούτε δουλεύει, ούτε τίποτα και πάει κομμωτήριο έξι φορές το μήνα, και για ψώνια κάθε Σάββατο και redecoration στο σπίτι κάθε χρόνο. Αυτή δεν τη χτυπάει. Καλύτερα. Δεν θα ‘θελα να το δω αυτό. Όχι επειδή τη νοιάζομαι τόσο. Ξενέρωτη είναι και δεν γουστάρω καθόλου να καταλήξω σαν τα μούτρα της. Θα ζήλευα. Γι’ αυτό.
Βαριέμαι. Λέω να πάρω ένα ψαλίδι και να κουρευτώ μόνη μου. Κι’ ας γίνω χάλια. Και; Το πολύ- πολύ να φάω ξύλο πάλι.
Θα δω πάλι τις ρυτίδες στο μέτωπό του να βαθαίνουν. Το χείλος του να τρεμοπαίζει. Το πουκάμισό του να κολλάει πάνω του από τον ιδρώτα. Τα μάτια του να με κοιτάζουν με αγάπη. Την πιο μεγάλη και αληθινή αγάπη που έχω δει ποτέ. Θέλω να μ’ αγαπάει για πάντα. Έτσι. Κι’ ας πονάω.
Για να πονάω.
Αν αγαπούσα λίγο τον εαυτό μου, θα με χτυπούσα.
13 Comments:
smaaaaak!!(για σένα επειδή ειμαι μακριά)
smouts ! (για μένα γιατι ένα ναζι - υπόσχεση δεν ξέρω να κρατήσω;P)
μια χαρά ειναι,το ζωγράφισες έτσι όπως πρέπει.
μπράβο και μη παθαίνεις μπλοκ,μπλογκ,μπλακ, μπωλ.
καταλαβες?
Ω μα σας ευχαριστώ πολύ, αγαπημένε μου ροζ επισκέπτη. Νομίζω ότι κατάλαβα. Πάλι φακές θα μας ταίσετε σήμερα. Τζίφος.
:PPP
νομίζω πως ο πασκάλ υφίσταται μπλογκομιμητισμό (μπροστά στο δρόμο που χάραξε η λεσπριτία) με τη λίτσα σε αυτό το ποστ,
αχ κ μου λειψε αυτή η ψυχή
Ποια Λίτσα; Πού; Αν έχεις δίκιο, το σβήνω ΤΩΡΑ :)
Επιτέλους ένα τέλος!
Λοιπόν, εμένα αυτό μου άρεσε πολύ!
θα "στρωσει"... και η κοπελιτσα της ιστοριας σου.
Έτσι...Ξύλο θέλουν όλες για να στρώσουν :P
βαράτε με κι ας κλαίω...
θα σου έλεγα να δεις το "Oldboy", αν δεν ήμουν (σχεδόν) σίγουρη ότι το έχεις δει... :)
μπες στα links μας και βρες την. Διάβασε όποιο ποστ γουστάρεις κ δες την ομοιότητα...
μα καλά δε ξέρεις τη λίτσα; Που ζείς;;;
sorry: Πολύ αυστηρή σας βρίσκω στην κριτική σας :)
CD: Ευχαριστώ miss
onomatodosia: Μπα, για τελειωμένη ιστορία την κόβω
ramones: Καλώς ήλθες
dark: Δεν το πήγαινα εκεί. Αλλά αν σου βγαίνει εσένα και βλέπεις και αποτέλεσμα, εμένα δεν μου πέφτει λόγος :PPP
triantara: Το έχω δει. Εκπληκτική.
isobel: Τη διάβασα τη Λίτσα. Μπορεί να φταίει και ο εγωισμός μου, αλλά μεγάλες ομοιότητες δεν βρήκα.
Τι που ζώ; Έπρεπε να την ξέρω δηλαδή; Εσύ μέχρι να με βρεις πού ζούσες; Ε; :PPP
Βραχυκύκλωσε. Αποζητά το ενδιαφέρον μέσω της βίας. Τραγικό.
Eλισάβετ: Ρε συ, το κατάλαβες ακριβώς. Χαίρομαι.
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε