Αργύρης (παρτ θρι)
Aλκοτέστ
Ξύπνησα με χιόνια καλοκαιριάτικα. Της τηλεόρασης. Και από τον πόνο που με βασανίζει τις τελευταίες μέρες. Δεν είμαι τόσο άσχημα όσο πριν, αλλά το αίμα στο κάτουρο, αίμα. Τέλος πάντων, το προσπερνάω και συνεχίζω την ιστορία μου.
Ο συγγραφέας- ναρκαλιευτής Ηλίας πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτός και το φίατ πούντο μαζί. «Στο Λαύριο αδελφές μου, στο Λαύριο», φώναζε τσιμπώντας το μάγουλο της μιας εκ των δύο ωραίων ξανθιών αδελφών με μεγάλα βυζιά. Αισθάνθηκε τόσο ικανοποιημένος από την ατάκα του, που τράβηξε μια τζούρα διαρκείας από το τρίφυλλο και δυνάμωσε το ράδιο. Είχαμε φτάσει σχεδόν στη μέση του τσιγάρου και της διαδρομής. Από το ράδιο ακουγόντουσαν λαϊκά. Μπορεί και να μην ήταν ακριβώς λαϊκά, αλλά σίγουρα είχαν μέσα μπουζούκι και χωρισμούς. Αν είχαν κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν έντεχνα. Αν είχαν ηλεκτρική κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν οι HIM. Έτσι είμαι εγώ. Τα απλοποιώ όλα γιατί τα πολύπλοκα με μπερδεύουν και δεν έχω και χρόνο να το ψάξω παραπάνω σε ό,τι αφορά τη μουσική. Απλά την ακούω. Τα υπόλοιπα τα θεωρώ περιττά.
Ο τυχερός μας αριθμός ήταν το τέσσερα. Τέσσερις ξημερώματα Σαββάτου, τέσσερις ψιλομεθυσμένοι και ψιλομαστουρωμένοι σε ένα τετράτροχο, στα τέσσερα φαντασιωνόμουν το Μαράκι, τέσσερις φορές κόρναρε ο μπάτσος με τη μηχανή πριν τον πάρει πρέφα ο Ηλίας και αρχίσει να κόβει λίγα από τα εκατόν είκοσι και βάλε χιλιόμετρα την ώρα για να κάνει στην άκρη.
Ο χειρούργος οδοντίατρος Αργύρης (εγώ) φώναξε:
«Μαλάκα, πέτα το. Γρήγορα!».
Ο Ηλίας όχι μόνο δεν πέταξε το τσιγαριλίκι αλλά τράβηξε ακόμα μια τζούρα. Οι Μ& Μ στην κοσμάρα τους.
«Θες κι’ άλλο κούκλα μου;» είπε στη Μάρθα. Η Μάρθα βγήκε λίγο από την κοσμάρα της. Ίσα- ίσα για να το πάρει. Σαν να ήταν στο μπάνιο και να βουτούσε λίγο τα δάχτυλα του ποδιού της στη μπανιέρα ένα πράγμα.
Η Μαρία βρήκε την ώρα να με χουφτώσει στα γεννητικά μου όργανα. Ε, βέβαια. Πάντα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτά. Προφανώς γι’ αυτήν ήταν το «όταν τα έχεις κοπανήσει, έχεις μαστουρώσει, παραβιάσει το όριο ταχύτητας και σε σταματάει ένας μπάτσος».
«Ρε δεν ακούτε, σβήστε το. Πετάξτε το γαμώτο μου!», φώναξα στο δεξί αυτί του Ηλία. Και στο αριστερό να φώναζα, πάλι στ’ αρχίδια του θα μ’ έγραφε. Το πήρα από το στοματάκι της Μάρθας, το έσβησα στην ταπετσαρία του φίατ πούντο και το πέταξα από το παράθυρο. Πέταξα και το υπόλοιπο stuff που είχα πάνω μου και περίμενα.
«Χαλάρωσε Αργύριους. Εβεριθινκ ιζ άντερ κοντρόλ», είπε ο ούμπερ κουλ Ηλίας Μποντ από την Κυψέλη με γνώσεις λόουερ και ι-σι-ντι-έλ.
Σταματήσαμε. Και ο μπάτσος από δίπλα. Η μηχανή του έμοιαζε μ’ αυτή του Πάνου. Καβασάκι, ζόρικη. Μόνο που αυτή ήταν άσπρη ενώ του Πάνου ήταν μαύρη. Στην κηδεία του μου είχε περάσει από το μυαλό ότι αν δεν ήταν μαύρη η μηχανή ίσως να μη σκοτωνόταν ο Πάνος. Ηλίθιες σκέψεις, όταν προσπαθείς να αιτιολογήσεις τα αναιτιολόγητα.
Ο μπάτσος πάλι έμοιαζε μ’ έναν μπάτσο. Φτυστός ήταν.
«Άδεια και δίπλωμα κύριε», είπε τις λέξεις που θα έλεγε ένας μπάτσος, ακριβώς επειδή ήταν μπάτσος.
«Αμέσως κύριε μπάτσε μου», είπε ο Ηλίας τις λέξεις που θα έλεγε ένας μεθυσμένος και μαστουρωμένος -ακριβώς επειδή ήταν- και έσκυψε λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε προς τ’ αριστερά για ν’ ανοίξει αυτό που βρισκόταν πάνω από τα γόνατα της Μάρθας. Το ντουλαπάκι.
«Πούντο ρε πούστη μου», μουρμούρισε καθώς ανακάτευε τα διάφορα μέσα στο ντουλαπάκι.
«Α ναι, κι’ εγώ είχα ένα πούντο πριν ένα χρόνο αλλά δεν μου άρεσε και το χάρισα», πετάρισε η Μάρθα.
Εγώ, πανικός. Τόσο πανικός που έκλεισα τα μάτια μου. Πάει, το φάγαμε το αυτόφωρο, σκέφτηκα. Μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή μου πέρασαν μπροστά από τα κλειστά μου μάτια. Τα είδα. Βαρετά ήταν. Πάλι καλά που δεν πέθαινα. Θα την έβλεπα ολόκληρη και θα βαριόμουν περισσότερο.
«Βασίλη, τι γίνεσαι ρε μανάρι μου;», άκουσα μια φωνή από δίπλα μου. Ήταν της Μαρίας.
«Πού είσαι ρε θηρίο;», απάντησε εμφανώς ενθουσιασμένος ο μπάτσος που έγινε Βασίλης.
Η Μαρία πετάχτηκε έξω από το φίατ, έριξε ένα ρουφηχτό φιλί στον Μπίλι Δε Καπ.
«Εδώ, με τη Μάρθα και τα παιδιά. Πάμε προς Λαύριο. Ρε Βασίληηηηη μουυυυυ, ο Ηλίας είναι λίγο απρόσεχτος αλλά μωρέ, εντάξει, κάνε μας μια χαρούλα. Για μένα μωρέεεεε», νιαούριξε.
«Καλά, καλά», είπε ο Βασίλης και έπιασε και λίγο κωλαράκι.
«Κόψε κύριος. Tη γλίτωσες και το χρωστάς στα κορίτσια. Βρωμάς και μπίρα, που να σε πάρει», είπε με τελείως διαφορετικό τόνο στον Ηλία που, σημειωτέον, δεν είχε βρει ακόμα ούτε άδεια ούτε δίπλωμα ούτε τίποτα αλλά είχε σταματήσει και να ψάχνει πριν διαπιστωθεί η σωτήρια σύμπτωσις. Ο μπάτσος έπιασε κι’ άλλο κωλαράκι.
Mάτια. Γλυκά η Μαρία, στραβά ο μπάτσος, κόκκινα από το μαύρο ο Ηλίας, καστανά, όπως πάντα, εγώ.
«Βότκα λεμόνι με δυο παγάκια», είπε ο Ηλίας και ξανάβαλε μπρος το πούντο. «Μπες μέσα Μαράκι γλυκιά μου».
«Ευχαριστούμε μωρό μου», είπε η Μάρθα και έκανε νόημα στον Μπιλάρα να τηλεφωνηθούνε. Του Ηλία μάλλον δεν του άρεσε αυτό. Καθόλου. Ε τι, δεν μπορεί η άλλη να κανονίζει πήδημα τη στιγμή που πας να την πηδήξεις εσύ. Είναι σαν να πηγαίνεις σε καφετέρια και η γκαρσόνα να αφήνει στη μέση την παραγγελία για να πάρει άλλη από το διπλανό τραπέζι. Αγένεια.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε, ε γλυκούλη;», μου έριξε ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο η Μαρία.
«Ε ναι, με λίγο κωλαράκι γλιτώσαμε αυτόφωρο», έθεσα τα πράγματα στη σωστή τους βάση εγώ. Έτσι είμαι εγώ. Λιτός, περιεκτικός και άνεργος. Άσχετο το τελευταίο, αλλά ήθελα να το βγάλω από μέσα μου.
«Τι λίγο καλέ;… Ουυυυυ….Με το Βασίλη έχουμε μεγάλη ιστορία. Πάνω από δύο εβδομάδες εγώ και άλλες τόσες η Μάρθα», μου φάνηκε πως περηφανεύτηκε η Μαρία.
Εδώ ο κόσμος πήγε να χαθεί και το νιμού θυμόταν χτενίσματα. Δεύτερη διαβολική σύμπτωση: το ράδιο έπαιξε HIM. Τελικά, οι Μάρθα και Μαρία δεν ήταν μόνο ωραίες, ξανθιές, με μεγάλα βυζιά και γιοτ αλλά είχαν και καλές σχέσεις με τους μπάτσους. Το αντίθετο από εμάς δηλαδή. Πώς θα ταιριάζαμε, ε, μου λέτε; Kαι ποια στο καλό ήταν αυτή η «Νήσος Ψ»;
«Η μαρίνα είναι στο τέλος του λιμανιού μπέιμπι», είπε η Μάρθα στον Ηλία.
«Φίλη σου;», ρώτησε ο γίγαντας Ηλίας.
«Όχι. Η μαρίνα που είναι παρκαρισμένο το γιοτ χαζούλη».
Φτάσαμε. Η μαρίνα ήταν φίλη μόνο με το γιοτ των M&M. Δεν υπήρχαν κι’ άλλα. Το γιοτ ήταν μεγάλο, ήταν άσπρο, ήταν ακριβό. Περπατήσαμε προς την είσοδο, μπροστά τα γκομενάκια, πιο πίσω εγώ, ακόμα πιο πίσω ο Ηλίας που τρέκλιζε ελαφρώς. Ένας αράπης με στολή που έμοιαζε επικίνδυνα μ’ αυτή του μπάτσου έκανε μια υπόκλιση στις ξανθιές και έδωσε στη Μαρία μια συσκευή που έμοιαζε μ’ αυτή που σου κάνουν αλκοτέστ.
Από μέσα ακουγόταν μουσική. Δεν ήταν λαϊκά. Και φωνές. Διάφορες. Πολλές. Όχι ακριβώς φασαρία, αλλά ωραία φάση. Πάρτι, σκέφτηκα ο αφελής. Η Μαρία φύσηξε στη συσκευή. Άναψε ένα κόκκινο λαμπάκι.
«Ok», είπε αράπικα ο αράπης.
Σειρά της Μάρθας. Κόκκινο. Ok. Ο Ηλίας, ορμώμενος ίσως από το ένστικτο του θηλασμού, με υποσκέλισε και φύσηξε κι’ αυτός. Κόκκινο. Ok.
Εγώ. Πράσινο.
«Have a drink sir», είπε αντί για Ok ο σωσίας του Μάτζικ Τζόνσον.
Θυμάμαι ότι κατέβασα δύο σφηνάκια τεκίλα στη σειρά και στο καπάκι άλλα δύο βότκα.
Ξαναφύσηξα. Κόκκινο. Ok. Προχωρήσαμε προς τα μέσα. Αυτό δεν ήταν πάρτι. Ήταν κάτι άλλο, πιο καλό, πιο βαθύ, πιο μεγάλο.
Η Μαρία παρατήρησε το ψιλοχαμένο ύφος μου. «Και που να φτάσουμε στη Νήσο Ψ γλυκούλη», είπε και χούφτωσε ξανά τα γεννητικά μου όργανα. Αυτή, ναι, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Μια φεγγαραχτίδα πιάστηκε για λίγο στα σιδεράκια της. Έφυγε για από εκεί πού ‘ρθε. Το φεγγάρι, προφανέστατα.
Έκανε και ζέστη, πολύ ζέστη. Όπως και στην κηδεία του Πάνου. Όπως και τώρα.
Ρε μήπως θα κάνει ζέστη για πάντα;
Ξύπνησα με χιόνια καλοκαιριάτικα. Της τηλεόρασης. Και από τον πόνο που με βασανίζει τις τελευταίες μέρες. Δεν είμαι τόσο άσχημα όσο πριν, αλλά το αίμα στο κάτουρο, αίμα. Τέλος πάντων, το προσπερνάω και συνεχίζω την ιστορία μου.
Ο συγγραφέας- ναρκαλιευτής Ηλίας πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτός και το φίατ πούντο μαζί. «Στο Λαύριο αδελφές μου, στο Λαύριο», φώναζε τσιμπώντας το μάγουλο της μιας εκ των δύο ωραίων ξανθιών αδελφών με μεγάλα βυζιά. Αισθάνθηκε τόσο ικανοποιημένος από την ατάκα του, που τράβηξε μια τζούρα διαρκείας από το τρίφυλλο και δυνάμωσε το ράδιο. Είχαμε φτάσει σχεδόν στη μέση του τσιγάρου και της διαδρομής. Από το ράδιο ακουγόντουσαν λαϊκά. Μπορεί και να μην ήταν ακριβώς λαϊκά, αλλά σίγουρα είχαν μέσα μπουζούκι και χωρισμούς. Αν είχαν κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν έντεχνα. Αν είχαν ηλεκτρική κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν οι HIM. Έτσι είμαι εγώ. Τα απλοποιώ όλα γιατί τα πολύπλοκα με μπερδεύουν και δεν έχω και χρόνο να το ψάξω παραπάνω σε ό,τι αφορά τη μουσική. Απλά την ακούω. Τα υπόλοιπα τα θεωρώ περιττά.
Ο τυχερός μας αριθμός ήταν το τέσσερα. Τέσσερις ξημερώματα Σαββάτου, τέσσερις ψιλομεθυσμένοι και ψιλομαστουρωμένοι σε ένα τετράτροχο, στα τέσσερα φαντασιωνόμουν το Μαράκι, τέσσερις φορές κόρναρε ο μπάτσος με τη μηχανή πριν τον πάρει πρέφα ο Ηλίας και αρχίσει να κόβει λίγα από τα εκατόν είκοσι και βάλε χιλιόμετρα την ώρα για να κάνει στην άκρη.
Ο χειρούργος οδοντίατρος Αργύρης (εγώ) φώναξε:
«Μαλάκα, πέτα το. Γρήγορα!».
Ο Ηλίας όχι μόνο δεν πέταξε το τσιγαριλίκι αλλά τράβηξε ακόμα μια τζούρα. Οι Μ& Μ στην κοσμάρα τους.
«Θες κι’ άλλο κούκλα μου;» είπε στη Μάρθα. Η Μάρθα βγήκε λίγο από την κοσμάρα της. Ίσα- ίσα για να το πάρει. Σαν να ήταν στο μπάνιο και να βουτούσε λίγο τα δάχτυλα του ποδιού της στη μπανιέρα ένα πράγμα.
Η Μαρία βρήκε την ώρα να με χουφτώσει στα γεννητικά μου όργανα. Ε, βέβαια. Πάντα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτά. Προφανώς γι’ αυτήν ήταν το «όταν τα έχεις κοπανήσει, έχεις μαστουρώσει, παραβιάσει το όριο ταχύτητας και σε σταματάει ένας μπάτσος».
«Ρε δεν ακούτε, σβήστε το. Πετάξτε το γαμώτο μου!», φώναξα στο δεξί αυτί του Ηλία. Και στο αριστερό να φώναζα, πάλι στ’ αρχίδια του θα μ’ έγραφε. Το πήρα από το στοματάκι της Μάρθας, το έσβησα στην ταπετσαρία του φίατ πούντο και το πέταξα από το παράθυρο. Πέταξα και το υπόλοιπο stuff που είχα πάνω μου και περίμενα.
«Χαλάρωσε Αργύριους. Εβεριθινκ ιζ άντερ κοντρόλ», είπε ο ούμπερ κουλ Ηλίας Μποντ από την Κυψέλη με γνώσεις λόουερ και ι-σι-ντι-έλ.
Σταματήσαμε. Και ο μπάτσος από δίπλα. Η μηχανή του έμοιαζε μ’ αυτή του Πάνου. Καβασάκι, ζόρικη. Μόνο που αυτή ήταν άσπρη ενώ του Πάνου ήταν μαύρη. Στην κηδεία του μου είχε περάσει από το μυαλό ότι αν δεν ήταν μαύρη η μηχανή ίσως να μη σκοτωνόταν ο Πάνος. Ηλίθιες σκέψεις, όταν προσπαθείς να αιτιολογήσεις τα αναιτιολόγητα.
Ο μπάτσος πάλι έμοιαζε μ’ έναν μπάτσο. Φτυστός ήταν.
«Άδεια και δίπλωμα κύριε», είπε τις λέξεις που θα έλεγε ένας μπάτσος, ακριβώς επειδή ήταν μπάτσος.
«Αμέσως κύριε μπάτσε μου», είπε ο Ηλίας τις λέξεις που θα έλεγε ένας μεθυσμένος και μαστουρωμένος -ακριβώς επειδή ήταν- και έσκυψε λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε προς τ’ αριστερά για ν’ ανοίξει αυτό που βρισκόταν πάνω από τα γόνατα της Μάρθας. Το ντουλαπάκι.
«Πούντο ρε πούστη μου», μουρμούρισε καθώς ανακάτευε τα διάφορα μέσα στο ντουλαπάκι.
«Α ναι, κι’ εγώ είχα ένα πούντο πριν ένα χρόνο αλλά δεν μου άρεσε και το χάρισα», πετάρισε η Μάρθα.
Εγώ, πανικός. Τόσο πανικός που έκλεισα τα μάτια μου. Πάει, το φάγαμε το αυτόφωρο, σκέφτηκα. Μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή μου πέρασαν μπροστά από τα κλειστά μου μάτια. Τα είδα. Βαρετά ήταν. Πάλι καλά που δεν πέθαινα. Θα την έβλεπα ολόκληρη και θα βαριόμουν περισσότερο.
«Βασίλη, τι γίνεσαι ρε μανάρι μου;», άκουσα μια φωνή από δίπλα μου. Ήταν της Μαρίας.
«Πού είσαι ρε θηρίο;», απάντησε εμφανώς ενθουσιασμένος ο μπάτσος που έγινε Βασίλης.
Η Μαρία πετάχτηκε έξω από το φίατ, έριξε ένα ρουφηχτό φιλί στον Μπίλι Δε Καπ.
«Εδώ, με τη Μάρθα και τα παιδιά. Πάμε προς Λαύριο. Ρε Βασίληηηηη μουυυυυ, ο Ηλίας είναι λίγο απρόσεχτος αλλά μωρέ, εντάξει, κάνε μας μια χαρούλα. Για μένα μωρέεεεε», νιαούριξε.
«Καλά, καλά», είπε ο Βασίλης και έπιασε και λίγο κωλαράκι.
«Κόψε κύριος. Tη γλίτωσες και το χρωστάς στα κορίτσια. Βρωμάς και μπίρα, που να σε πάρει», είπε με τελείως διαφορετικό τόνο στον Ηλία που, σημειωτέον, δεν είχε βρει ακόμα ούτε άδεια ούτε δίπλωμα ούτε τίποτα αλλά είχε σταματήσει και να ψάχνει πριν διαπιστωθεί η σωτήρια σύμπτωσις. Ο μπάτσος έπιασε κι’ άλλο κωλαράκι.
Mάτια. Γλυκά η Μαρία, στραβά ο μπάτσος, κόκκινα από το μαύρο ο Ηλίας, καστανά, όπως πάντα, εγώ.
«Βότκα λεμόνι με δυο παγάκια», είπε ο Ηλίας και ξανάβαλε μπρος το πούντο. «Μπες μέσα Μαράκι γλυκιά μου».
«Ευχαριστούμε μωρό μου», είπε η Μάρθα και έκανε νόημα στον Μπιλάρα να τηλεφωνηθούνε. Του Ηλία μάλλον δεν του άρεσε αυτό. Καθόλου. Ε τι, δεν μπορεί η άλλη να κανονίζει πήδημα τη στιγμή που πας να την πηδήξεις εσύ. Είναι σαν να πηγαίνεις σε καφετέρια και η γκαρσόνα να αφήνει στη μέση την παραγγελία για να πάρει άλλη από το διπλανό τραπέζι. Αγένεια.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε, ε γλυκούλη;», μου έριξε ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο η Μαρία.
«Ε ναι, με λίγο κωλαράκι γλιτώσαμε αυτόφωρο», έθεσα τα πράγματα στη σωστή τους βάση εγώ. Έτσι είμαι εγώ. Λιτός, περιεκτικός και άνεργος. Άσχετο το τελευταίο, αλλά ήθελα να το βγάλω από μέσα μου.
«Τι λίγο καλέ;… Ουυυυυ….Με το Βασίλη έχουμε μεγάλη ιστορία. Πάνω από δύο εβδομάδες εγώ και άλλες τόσες η Μάρθα», μου φάνηκε πως περηφανεύτηκε η Μαρία.
Εδώ ο κόσμος πήγε να χαθεί και το νιμού θυμόταν χτενίσματα. Δεύτερη διαβολική σύμπτωση: το ράδιο έπαιξε HIM. Τελικά, οι Μάρθα και Μαρία δεν ήταν μόνο ωραίες, ξανθιές, με μεγάλα βυζιά και γιοτ αλλά είχαν και καλές σχέσεις με τους μπάτσους. Το αντίθετο από εμάς δηλαδή. Πώς θα ταιριάζαμε, ε, μου λέτε; Kαι ποια στο καλό ήταν αυτή η «Νήσος Ψ»;
«Η μαρίνα είναι στο τέλος του λιμανιού μπέιμπι», είπε η Μάρθα στον Ηλία.
«Φίλη σου;», ρώτησε ο γίγαντας Ηλίας.
«Όχι. Η μαρίνα που είναι παρκαρισμένο το γιοτ χαζούλη».
Φτάσαμε. Η μαρίνα ήταν φίλη μόνο με το γιοτ των M&M. Δεν υπήρχαν κι’ άλλα. Το γιοτ ήταν μεγάλο, ήταν άσπρο, ήταν ακριβό. Περπατήσαμε προς την είσοδο, μπροστά τα γκομενάκια, πιο πίσω εγώ, ακόμα πιο πίσω ο Ηλίας που τρέκλιζε ελαφρώς. Ένας αράπης με στολή που έμοιαζε επικίνδυνα μ’ αυτή του μπάτσου έκανε μια υπόκλιση στις ξανθιές και έδωσε στη Μαρία μια συσκευή που έμοιαζε μ’ αυτή που σου κάνουν αλκοτέστ.
Από μέσα ακουγόταν μουσική. Δεν ήταν λαϊκά. Και φωνές. Διάφορες. Πολλές. Όχι ακριβώς φασαρία, αλλά ωραία φάση. Πάρτι, σκέφτηκα ο αφελής. Η Μαρία φύσηξε στη συσκευή. Άναψε ένα κόκκινο λαμπάκι.
«Ok», είπε αράπικα ο αράπης.
Σειρά της Μάρθας. Κόκκινο. Ok. Ο Ηλίας, ορμώμενος ίσως από το ένστικτο του θηλασμού, με υποσκέλισε και φύσηξε κι’ αυτός. Κόκκινο. Ok.
Εγώ. Πράσινο.
«Have a drink sir», είπε αντί για Ok ο σωσίας του Μάτζικ Τζόνσον.
Θυμάμαι ότι κατέβασα δύο σφηνάκια τεκίλα στη σειρά και στο καπάκι άλλα δύο βότκα.
Ξαναφύσηξα. Κόκκινο. Ok. Προχωρήσαμε προς τα μέσα. Αυτό δεν ήταν πάρτι. Ήταν κάτι άλλο, πιο καλό, πιο βαθύ, πιο μεγάλο.
Η Μαρία παρατήρησε το ψιλοχαμένο ύφος μου. «Και που να φτάσουμε στη Νήσο Ψ γλυκούλη», είπε και χούφτωσε ξανά τα γεννητικά μου όργανα. Αυτή, ναι, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Μια φεγγαραχτίδα πιάστηκε για λίγο στα σιδεράκια της. Έφυγε για από εκεί πού ‘ρθε. Το φεγγάρι, προφανέστατα.
Έκανε και ζέστη, πολύ ζέστη. Όπως και στην κηδεία του Πάνου. Όπως και τώρα.
Ρε μήπως θα κάνει ζέστη για πάντα;
18 Comments:
μ'αρέσει πολύ η ιστορία σου πασκάλ.
τόσο που θέλω συνέχεια την συνέχεια
τόσο που τα βραδια κλεινω τα μάτια και μετράω το χρόνο τικ-τακ μεχρι να έρθει η συνέχεια
τόσο που θα σε ψηφίσω
τόσο που θα σε διαφημίσω
αντε πάλι
Γλύκα ;)
σοφία: Χμμ, με κάνετε και κοκκινίζω ωραιοτάτη δεσποινίς.
άσωτος: Γιατί ρε, βαριέσαι να διαβάσεις; Δε με ρωτάς κι' εμένα ρε που τα γράφω, ε; Φτου, αχάριστοι άνθρωποι :PPP
Ρε μήπως θα γράφεις για πάντα;
Από το ράδιο ακουγόντουσαν λαϊκά. Μπορεί και να μην ήταν ακριβώς λαϊκά, αλλά σίγουρα είχαν μέσα μπουζούκι και χωρισμούς. Αν είχαν κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν έντεχνα. Αν είχαν ηλεκτρική κιθάρα και χωρισμούς θα ήταν οι HIM.
Applause!!! :-))))))
...όπως και για την "πόρτα"-αλκοτέστ!
Ζωγραφίζεις! ;-)
καπετάνισσα, είναι φριχτό αυτό που μόλις είπες :)
durden: Καλημέρα man. Thanks
Καλημέρα Pascal!
Ιτ κιπσ γκετιν μπεττερ εντ μπεττερ!
Ανησυχώ που έχω αρχίσει να συμπαθώ τον χειρούργο οδοντίατρο: ως γνωστόν έχω πρότερο ανέντιμο βίο με το είδος.
Θεές οι Μ&Μs! Θέλω να πάρει κάποιος σουβενίρ ένα νεφρό του Ηλία στο κότερο -του τρέφω μια ανεξήγητη αντιπάθεια.
Σε μισώ...
ιφιμέδεια: Για να πω την αλήθεια, σ' αυτή τη φάση έδω ψιλοκολλήσει. Αλλά θα μού 'ρθει η συνέχεια, που θα πάει...
CD: Γιατί, τι έκανα;
Καλησπέρα σας!
re 2 bdomades eleıpsa kaı egınes Lenos Xrhstıdhs. Epıstrefw syntoma gıa ta peraıterw.
averel: έπεσες τελείως μέσα. Μόνο από εσένα περίμενα αυτό, φυσικά. Άντε, καλά να περνάς και τα λέμε. Από κοντά.
πάνος: Συγχαρητήρια για το βιβλίο φίλτατε. Αν είναι μόνο τα ονόματα που σε χαλάνε, εντάξει. Σιγά. Καλά να περνάς κι' εσύ.
matron: έρχομαι ρεεεεεεεεεε
γαμωτο με τοση δουλεια εχω χασει παρτ και παρτ...
(πρεπει ν αρχισω να διαβαζω απο την αρχη ε?)
Ποια δουλειά μωρή ξετσίπωτη; Δουλειά τον λέμε τον γκόμενο τώρα;
ε καλα απο σημερα που χωρισα-πολυ κρατησε- θα εχω περισσοτερο χρονο...
αμα δεν υαρχει αισθημα δυσκολα τα πραγματα γερο μου!
What a great site » »
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε