Αργύρης (παρτ του)
Συγγραφέας- Ναρκαλιευτής
Πριν συνεχίσω την αφήγηση της ιστορίας μου, την οποία σημειώνω ότι αφηγούμαι όχι γιατί θέλω αλλά γιατί είμαι υποχρεωμένος να το κάνω (θα δείτε γιατί στη συνέχεια), θέλω να αποκαλύψω μερικά πράγματα. Όχι για μένα, αλλά για τον Ηλία. Ο Ηλίας λοιπόν είναι ο άνθρωπος που μπορεί να πουλήσει φύκια για οικόπεδα στο Λαύριο. Και όχι απλά οικόπεδα, αλλά οικόπεδα με μεταλλεία διαμαντιών πλήρως εκμεταλλεύσιμα, τους υπαλλήλους του αρμόδιου υπουργείου λαδωμένους και ένα Στάγιερ φορτωμένο οικογενειάρχες Αλβανούς έτοιμους να σκάψουν με τα χέρια.
Επαναλαμβάνω, για όσους δεν μου έδωσαν και πολύ σημασία πιο πριν –και καλά έκαναν, ούτε εγώ μου δίνω πολύ σημασία τις περισσότερες φορές- ότι ο Ηλίας δεν ήταν ποτέ κολλητός μου, όπως ο «ξέρετε ποιος», τον οποίο δεν θα ξανααναφέρω γιατί θα ξεφύγω πάλι από το θέμα μας και δεν θέλω.
Εκτός από μυθομανής, ο Ηλίας είναι και καρμίρης. Το αγαπημένο του φαγητό είναι το «κουβέρ». Βγαίνει με παρέες, δεν παραγγέλνει σχεδόν τίποτα (εγώ έφαγα παιδιά, φάτε εσείς) και βουτάει το ψωμί στη σαλάτα. Στην σπάνια περίπτωση που δεν παραγγείλει η ομήγυρης χωριάτικη σαλάτα, την πιο κατάλληλη για τις καμικάζι επιδρομές του, ο Ηλίας περιμένει στωικά να αδειάσει κάποιο αρκούντως λαδερό πιάτο για να παπαριάσει. Δεν είναι ότι δεν έχει λεφτά. Έχει. Ούτε ότι δεν ξέρει να τα ξοδεύει. Ξέρει. Το πρόβλημά του είναι ότι θέλει να αγοράσει κάποτε σπίτι στη Γλυφάδα. Μεζονέτα. Με πισίνα. Και άουντι ταφ ταφ. Κάμπριο. Με δερμάτινα καθίσματα. Μέχρι να τα πετύχει αυτά, μένει σε μικρό δυάρι στην Κυψέλη (ο Ηλίας του πρώτου) και οδηγεί φίατ πούντο. Έτσι είναι ο Ηλίας. Πληρώνεται ελληνικά και ονειρεύεται αμερικάνικα. Το αντίθετο από τον Συγγραφέα-Φυσικό-Προφήτη-Βιβλιοπώλη Λιάκουρα δηλαδή. +Ευλόγησον+.
Εδώ αισθάνομαι τη βαθύτατη ανάγκη να ανοίξω μια παρένθεση. (. Ορίστε. Την άνοιξα. Και δεν την ξανακλείνω και δεν σας υπολογίζω καθόλου. Έτσι είμαι εγώ. Όποτε νοιώθω τη βαθύτατη ανάγκη να κάνω κάτι, το κάνω. Δεν υπολογίζω τίποτα, κανέναν, να πα να γαμηθούνε όλοι, χέστηκα, δημοκρατία έχουμε, ελεύθεροι πολίτες είμαστε κ.λπ κ.λπ. Είμαι Ατρόμητος. Έτσι, εκείνη τη στιγμή που όπως γλαφυρότατα περιέγραψα προηγουμένως ευρισκόμεθα σε ψυρρομπαράκιον με τις καμακοτρίαινας ανά χείρας, γύρισα στον Ηλία (ο παπάρας σκούπιζε το χυμένο ποτό από τα ρούχα του χρησιμοποιώντας το κάτω μέρος του πουκάμισού μου) και του είπα:
«Πάω στοίχημα ότι τα γκομενάκια θα μας κλάσουν σε χρόνο ντε τε». Α, ξέχασα να σας πω ότι εκτός από ατρόμητος είμαι και ηττοπαθής. Ειδικά με τις γυναίκες. Και ειδικότερα με τις ωραίες γυναίκες. Και ακόμα πιο ειδικότερα με τις ωραίες ξανθιές γυναίκες. Και ακόμα πιο πιο ειδικότερα με τις ωραίες ξανθιές γυναίκες με μεγάλο στήθος. Προσθέστε το «+ δίδυμες» στην εξίσωση «ωραίες+ξανθιές+με μεγάλο στήθος» και εύκολα συμπεραίνετε ότι «= πολύ- πολύ ηττοπαθής».
Όχι ότι δεν πηδάω. Πηδάω. Από καθαρή τύχη όμως. Σίγουρα. Π.χ, την αδερφή του Ηλία, την Ελένη, την πήδηξα γιατί μόλις είχε χωρίσει με τον Σωτήρη με τον οποίο ήταν καψούρα και ήθελε να του δείξει του μαλάκα και εγώ ήμουν ο πρώτος με σαρκική προεξοχή που βρέθηκε στο δρόμο της. Ο Σωτήρης βέβαια αποδείχθηκε ακόμα πιο τυχερός, γιατί όπως μάθαμε ένα μήνα μετά, η Ελένη ήταν έγκυος και εγώ είχα φορέσει προφυλακτικό. Οπότε, αφού εγώ αποκλείεται να την άφησα έγκυο, ήταν έγκυος είτε από το Σωτήρη είτε από τον Κώστα είτε από τον Βασίλη είτε από τον Δημήτρη. Από την Κατερίνα πάλι, αποκλείεται, αν και πολύ καλά πέρασαν οι δυο τους. Καλά παιδιά, τους ξέρω προσωπικώς. Όχι σαν τον μακαρίτη τον Πάνο, αλλά καλά παιδιά. Όλα αυτά τα ξέρω από τον Ηλία, γιατί μπορεί να μην ήταν ποτέ κολλητός μου αλλά δεν ήταν και ποτέ εχέμυθος. Τέλος πάντων, τώρα ο Σωτήρης είναι με την Ελένη καθώς ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Δημήτρης είχαν βάλει κι’ αυτοί προφυλακτικό ενώ η Κατερίνα ήταν γεννημένη γυναίκα. Έχουν και ένα μωράκι, την Κατερίνα. Έτσι είν’ αυτά. Σχέσεις δια της ατόπου. Και δια του γεγονότος ότι αν έκανε έκτρωση η Ελένη, δεν θα έκανε πιθανότατα ποτέ παιδιά. Είπε ο γιατρός. Έτσι είν’ αυτά. Σχέσεις δια της ατόπου και της μη παντοδυναμίας της ιατρικής επιστήμης. Λέω εγώ.
Ξανανοίγω παρένθεση και βάζω και άνω κάτω τελεία μπροστά. Γιατί έτσι γουστάρω και γιατί με εκφράζει αυτή τη στιγμή :(.
Ο Ηλίας αντιμετώπισε την ηττοπάθειά μου όπως ακριβώς όφειλε να την αντιμετωπίσει κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του και δεν σέβεται και πολύ τις γυναίκες:
«Σώπα ρε μαλάκα. Πηδιούνται εύκολα. Όλες έτσι είναι, κατά βάθος. Τσουλιά και τίποτα άλλο».
«Ναι, αλλά το θέμα είναι πόσο βάθος», είπα και συνέχισα αποσπώντας του με τρόπο το ήδη αλκοολούχο κάτω μέρος του λευκού μου πουκάμισου «αν είναι να τις ψήνουμε κάνα εξάωρο βαριέμαι. Άσε που δεν έχω και φράγκα για κεράσματα σήμερα», συνέχισα ξέροντας ότι ο Ηλίας δεν κερνάει ούτε σουσάμι σε κουλούρι.
«Θα κεράσουν αυτές, θα δεις» με καθησύχασε ο Καζανόβας της Γλυφάδας.
Έκανε ένα άτσαλο νόημα στις αδερφές Μπρόγιερ (έτσι τις λένε; δεν θυμάμαι καλά). Με τo χέρι που κρατούσε τη βότκα λεμόνι. Τόσο άτσαλο, που έχυσε ξανά βότκα λεμόνι -στα παπούτσια του αυτή τη φορά- και τις έκανε να γελάσουν. Περισσότερο ακόμα όταν άρχισε να κρατιέται από τον ώμο μου και να τινάζει το δεξί του πόδι, σαν να έπαθε ηλεκτροπληξία κι’ εγώ να ήμουν στύλος. Που ήμουν δηλαδή. Στήλη άλατος. Αισθανόμουν πολύ γελοίος εκείνη την ώρα. Πάγωσα από την ντροπή μου. Πάλι ψιλομαστουρωμένος είχε βγει ο Ηλίας. Όπως συνήθως. Χαμογέλασαν όπως είπα. Η μία φορούσε σιδεράκια. Στα δόντια. Σιγά. Δεν με χάλαγε καθόλου. Η άλλη δεν φορούσε σιδεράκια στα δόντια, αλλά στη μύτη, το φρύδι, τον αφαλό και δεν ξέρω κι’ εγώ πού αλλού. Πίρσιν. Δεν με χάλαγε καθόλου. Κατά τα άλλα, ήταν ίδιες. Σαν δίδυμες. Και έμοιαζαν, και ήταν δίδυμες με λίγα λόγια. Εγώ πάλι με τον Ηλία, και μοιάζαμε και ήμασταν γελοίοι. Όπως συνήθως, με λίγα λόγια.
Και τότε έγινε αυτό που αν μου έλεγες ότι θα γινόταν θα σου έλεγα ότι είσαι αιθεροβάμων και ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ήρθαν και μας έπιασαν κουβέντα. Εμένα μ’ έπιασε κι’ αυτή με τα σιδεράκια απ’ το χέρι. Μυρμήγκιασε η σπονδυλική μου στήλη άλατος.
«Γεια σας παιδιά», είπε το πίρσιν. «Μάρθα και Μαρία». Βιβλική σιγή επικράτησε για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα, όσο εγώ δεν είχα τίποτα να πω και όσο ο Βασίλης ρουφούσε με νόημα όση βότκα λεμόνι δεν είχε χυθεί.
«Ηλίας. Και από δω ο φίλος μου ο Αργύρης. Θα περάσουμε πολύ όμορφα σήμερα», έκλεισε το μάτι με νόημα στη Μάρθα.
«Ναι», ψέλλισα εγώ και βρήκα το θάρρος να σφίξω το χέρι της Μαρίας, το οποίο ήδη έσφιγγε το δικό μου, οπότε απλά ανταπέδωσα το σφίξιμο. Αλληλοσφιχτήκαμε.
Και τότε έγινε ξανά αυτό που αν μου έλεγες ότι θα γινόταν κ.λπ κ.λπ. Η Μάρθα μας ρώτησε τι πίνουμε και παρήγγειλε ποτά για όλους. Ο Ηλίας μου έριξε ένα να-τον-ακούς-τον-παλιό βλέμμα. Εγώ έριξα ένα βλέμμα στη βυζοχαράδρα της Μαρίας και τη βρήκα αρκούντως αβυσσαλέα και μια χαρά. Όλα μια χαρά ήταν. Όλο το σύμπαν συνωμοτούσε στο να γαμήσουμε εκείνο το βράδυ.
Φυσικά, παρά το γεγονός ότι όλο το σύμπαν συνωμοτούσε στο να γαμήσουμε, υπήρχαν στιγμές που ξεφύγαμε τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μας φιλοδωρήσουν από ένα φάσκελο και θα μείνουμε κοτσάνι. Όπως τότε που στην ερώτηση της Μαρίας «με τι ασχολείστε;», ο Ηλίας απάντησε: «Α, εγώ είμαι συγγραφέας- ναρκαλιευτής».
Ήταν βλέπετε ένα από τα κολπάκια του Καζανόβα με το Ταφ Ταφ. Έπρεπε να δείχνεις και κουλτουριάρης και ριψοκίνδυνος.
Το «ναρκαλιευτής» η Μάρθα και Μαρία το προσπέρασαν αμέσως. Μάλλον γιατί δεν ήξεραν τι ήταν το «ναρκαλιευτής». Όπως και το συνδυασμό του με το «συγγραφέας». Στο τελευταίο κόλλησαν και ρώτησε η Μαρία:
«Α, τι ωραία! Πες μου την τελευταία παράγραφο που έγραψες. Σε παρακαλώωωωωωωωω» και τράβηξε το «ω» με τόσο νάζι και σκέρτσο που μού ‘ρθε να πιάσω την εικοσιτριάχρονη (όπως έμαθα αργότερα) κοτσίδα της και να την κάνω να γονατίσει για τα περαιτέρω.
Ήρθε η σειρά του Ηλία να γίνει στήλη και η δικιά μου να μας βγάλω από το αδιέξοδο: «Όσο και να τον παρακαλέσεις, δεν πρόκειται να σου πει κουβέντα. Έτσι είναι ο Ηλίας. Εδώ δεν τα λέει ούτε σ’ εμένα που είμαι κολλητός του. Τυπωμένα τα διαβάζω τα βιβλία του», απάντησε ο, όπως μάθαμε όλοι μας λίγο αργότερα, Χειρούργος Οδοντίατρος Αργύρης. Όπως είπα ο Ηλίας δεν ήταν ποτέ κολλητός μου κι’ εγώ δεν ήμουν οδοντίατρος και είχα να πάω σε συνάδελφο οδοντίατρο εδώ και μια εξαετία. Αλλά είπαμε, το σύμπαν ήθελε να γαμήσουμε, εγώ θα έκανα τη χαλάστρα;
«Εσείς με τι ασχολείστε κορίτσια;» ρώτησα γεμάτος αυτοπεποίθηση, μετά και την τελευταία μου φοβερή τρίπλα.
Εδώ προσεγγίζουμε το θέμα μας, αγαπητέ αναγνώστη. Το οποίο είναι το πώς ξεφύγαμε με τον Ηλία και το οποίο θέμα μ' έκανε να κατουρήσω –ξανά- αίμα πριν από μία ώρα περίπου:
«Εμείς δεν δουλεύουμε. Έχουμε πολλά λεφτά. Ασχολούμαστε όμως με πολύ σημαντικά πράγματα, τα οποία δεν μπορούμε να σας πούμε όμως», απάντησε η Μάρθα.
«Δεν μπορούμε να σας πούμε γλυκούλη», μου είπε προσωπικώς η Μαρία και μου θύμισε εκείνον τον τύπο στο Πινόκιο που επαναλάμβανε ότι έλεγε ο κολλητός του. Βλέπαμε συνέχεια Πινόκιο με τον κολλητό μου τον Πάνο και άλλα παιδικά, όπως ο Νιλς Χόλγκερσον και το Μια Φορά κι’ Έναν Καιρό Ήταν ο Άνθρωπος. Μετά βλέπαμε μαζί και τσόντες και πιο σοβαρές ταινίες. Ώσπου σκοτώθηκε με τη μηχανή, ο μαλάκας.
Ξεφεύγω, συγνώμη. Επιστροφή στου Ψυρρή, όβερ.
«Γιατί; Είστε μπλεγμένες σε τίποτα παράνομο;» κινδυνολόγησε ο Ηλίας.
«Όχι βρε κουτό» είπε η Μάρθα «απλά δεν σας ξέρουμε καλά ακόμα. Θα γνωριστούμε όμως πολύ καλύτερα. Αν μάλιστα έρθετε και στο ταξιδάκι με το γιοτ, θα γνωριστούμε πολύ- πολύ καλύτερα».
Πλούσιες. Ξανθιές. Μεγάλα βυζιά. Πρόθυμες. Με γιοτ. Θέλουν να γνωριστείτε πολύ- πολύ καλύτερα και σας καλούν και σε ταξιδάκι με το γιοτ. Ε, παραβλέπεις τελείως το «χαζές» ή δεν το παραβλέπεις; Το παραβλέψαμε.
Σε μισή ώρα ήμασταν στον πρόδρομο του ταφ ταφ κάμπριο με δερμάτινα καθίσματα και οδεύαμε προς Λαύριο. Ψιλομεθυσμένοι και χοντροσεξουαλικοφτιαγμένοι.
«Πού πηγαίνει το γιοτ;», ρώτησα εγώ όσο έστριβα ένα τρίφυλλο στο πίσω κάθισμα.
«Στη Νήσο Ψ, φυσικά», απάντησε η Μαρία.
«Φυσικά», είπε ο Ηλίας και χούφτωσε το μπούτι της Μάρθας.
Τα υπόλοιπα θα σας τα αφηγηθώ πιθανότατα αύριο.
Κουράστηκα και πονάω και λίγο.
Πριν συνεχίσω την αφήγηση της ιστορίας μου, την οποία σημειώνω ότι αφηγούμαι όχι γιατί θέλω αλλά γιατί είμαι υποχρεωμένος να το κάνω (θα δείτε γιατί στη συνέχεια), θέλω να αποκαλύψω μερικά πράγματα. Όχι για μένα, αλλά για τον Ηλία. Ο Ηλίας λοιπόν είναι ο άνθρωπος που μπορεί να πουλήσει φύκια για οικόπεδα στο Λαύριο. Και όχι απλά οικόπεδα, αλλά οικόπεδα με μεταλλεία διαμαντιών πλήρως εκμεταλλεύσιμα, τους υπαλλήλους του αρμόδιου υπουργείου λαδωμένους και ένα Στάγιερ φορτωμένο οικογενειάρχες Αλβανούς έτοιμους να σκάψουν με τα χέρια.
Επαναλαμβάνω, για όσους δεν μου έδωσαν και πολύ σημασία πιο πριν –και καλά έκαναν, ούτε εγώ μου δίνω πολύ σημασία τις περισσότερες φορές- ότι ο Ηλίας δεν ήταν ποτέ κολλητός μου, όπως ο «ξέρετε ποιος», τον οποίο δεν θα ξανααναφέρω γιατί θα ξεφύγω πάλι από το θέμα μας και δεν θέλω.
Εκτός από μυθομανής, ο Ηλίας είναι και καρμίρης. Το αγαπημένο του φαγητό είναι το «κουβέρ». Βγαίνει με παρέες, δεν παραγγέλνει σχεδόν τίποτα (εγώ έφαγα παιδιά, φάτε εσείς) και βουτάει το ψωμί στη σαλάτα. Στην σπάνια περίπτωση που δεν παραγγείλει η ομήγυρης χωριάτικη σαλάτα, την πιο κατάλληλη για τις καμικάζι επιδρομές του, ο Ηλίας περιμένει στωικά να αδειάσει κάποιο αρκούντως λαδερό πιάτο για να παπαριάσει. Δεν είναι ότι δεν έχει λεφτά. Έχει. Ούτε ότι δεν ξέρει να τα ξοδεύει. Ξέρει. Το πρόβλημά του είναι ότι θέλει να αγοράσει κάποτε σπίτι στη Γλυφάδα. Μεζονέτα. Με πισίνα. Και άουντι ταφ ταφ. Κάμπριο. Με δερμάτινα καθίσματα. Μέχρι να τα πετύχει αυτά, μένει σε μικρό δυάρι στην Κυψέλη (ο Ηλίας του πρώτου) και οδηγεί φίατ πούντο. Έτσι είναι ο Ηλίας. Πληρώνεται ελληνικά και ονειρεύεται αμερικάνικα. Το αντίθετο από τον Συγγραφέα-Φυσικό-Προφήτη-Βιβλιοπώλη Λιάκουρα δηλαδή. +Ευλόγησον+.
Εδώ αισθάνομαι τη βαθύτατη ανάγκη να ανοίξω μια παρένθεση. (. Ορίστε. Την άνοιξα. Και δεν την ξανακλείνω και δεν σας υπολογίζω καθόλου. Έτσι είμαι εγώ. Όποτε νοιώθω τη βαθύτατη ανάγκη να κάνω κάτι, το κάνω. Δεν υπολογίζω τίποτα, κανέναν, να πα να γαμηθούνε όλοι, χέστηκα, δημοκρατία έχουμε, ελεύθεροι πολίτες είμαστε κ.λπ κ.λπ. Είμαι Ατρόμητος. Έτσι, εκείνη τη στιγμή που όπως γλαφυρότατα περιέγραψα προηγουμένως ευρισκόμεθα σε ψυρρομπαράκιον με τις καμακοτρίαινας ανά χείρας, γύρισα στον Ηλία (ο παπάρας σκούπιζε το χυμένο ποτό από τα ρούχα του χρησιμοποιώντας το κάτω μέρος του πουκάμισού μου) και του είπα:
«Πάω στοίχημα ότι τα γκομενάκια θα μας κλάσουν σε χρόνο ντε τε». Α, ξέχασα να σας πω ότι εκτός από ατρόμητος είμαι και ηττοπαθής. Ειδικά με τις γυναίκες. Και ειδικότερα με τις ωραίες γυναίκες. Και ακόμα πιο ειδικότερα με τις ωραίες ξανθιές γυναίκες. Και ακόμα πιο πιο ειδικότερα με τις ωραίες ξανθιές γυναίκες με μεγάλο στήθος. Προσθέστε το «+ δίδυμες» στην εξίσωση «ωραίες+ξανθιές+με μεγάλο στήθος» και εύκολα συμπεραίνετε ότι «= πολύ- πολύ ηττοπαθής».
Όχι ότι δεν πηδάω. Πηδάω. Από καθαρή τύχη όμως. Σίγουρα. Π.χ, την αδερφή του Ηλία, την Ελένη, την πήδηξα γιατί μόλις είχε χωρίσει με τον Σωτήρη με τον οποίο ήταν καψούρα και ήθελε να του δείξει του μαλάκα και εγώ ήμουν ο πρώτος με σαρκική προεξοχή που βρέθηκε στο δρόμο της. Ο Σωτήρης βέβαια αποδείχθηκε ακόμα πιο τυχερός, γιατί όπως μάθαμε ένα μήνα μετά, η Ελένη ήταν έγκυος και εγώ είχα φορέσει προφυλακτικό. Οπότε, αφού εγώ αποκλείεται να την άφησα έγκυο, ήταν έγκυος είτε από το Σωτήρη είτε από τον Κώστα είτε από τον Βασίλη είτε από τον Δημήτρη. Από την Κατερίνα πάλι, αποκλείεται, αν και πολύ καλά πέρασαν οι δυο τους. Καλά παιδιά, τους ξέρω προσωπικώς. Όχι σαν τον μακαρίτη τον Πάνο, αλλά καλά παιδιά. Όλα αυτά τα ξέρω από τον Ηλία, γιατί μπορεί να μην ήταν ποτέ κολλητός μου αλλά δεν ήταν και ποτέ εχέμυθος. Τέλος πάντων, τώρα ο Σωτήρης είναι με την Ελένη καθώς ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Δημήτρης είχαν βάλει κι’ αυτοί προφυλακτικό ενώ η Κατερίνα ήταν γεννημένη γυναίκα. Έχουν και ένα μωράκι, την Κατερίνα. Έτσι είν’ αυτά. Σχέσεις δια της ατόπου. Και δια του γεγονότος ότι αν έκανε έκτρωση η Ελένη, δεν θα έκανε πιθανότατα ποτέ παιδιά. Είπε ο γιατρός. Έτσι είν’ αυτά. Σχέσεις δια της ατόπου και της μη παντοδυναμίας της ιατρικής επιστήμης. Λέω εγώ.
Ξανανοίγω παρένθεση και βάζω και άνω κάτω τελεία μπροστά. Γιατί έτσι γουστάρω και γιατί με εκφράζει αυτή τη στιγμή :(.
Ο Ηλίας αντιμετώπισε την ηττοπάθειά μου όπως ακριβώς όφειλε να την αντιμετωπίσει κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του και δεν σέβεται και πολύ τις γυναίκες:
«Σώπα ρε μαλάκα. Πηδιούνται εύκολα. Όλες έτσι είναι, κατά βάθος. Τσουλιά και τίποτα άλλο».
«Ναι, αλλά το θέμα είναι πόσο βάθος», είπα και συνέχισα αποσπώντας του με τρόπο το ήδη αλκοολούχο κάτω μέρος του λευκού μου πουκάμισου «αν είναι να τις ψήνουμε κάνα εξάωρο βαριέμαι. Άσε που δεν έχω και φράγκα για κεράσματα σήμερα», συνέχισα ξέροντας ότι ο Ηλίας δεν κερνάει ούτε σουσάμι σε κουλούρι.
«Θα κεράσουν αυτές, θα δεις» με καθησύχασε ο Καζανόβας της Γλυφάδας.
Έκανε ένα άτσαλο νόημα στις αδερφές Μπρόγιερ (έτσι τις λένε; δεν θυμάμαι καλά). Με τo χέρι που κρατούσε τη βότκα λεμόνι. Τόσο άτσαλο, που έχυσε ξανά βότκα λεμόνι -στα παπούτσια του αυτή τη φορά- και τις έκανε να γελάσουν. Περισσότερο ακόμα όταν άρχισε να κρατιέται από τον ώμο μου και να τινάζει το δεξί του πόδι, σαν να έπαθε ηλεκτροπληξία κι’ εγώ να ήμουν στύλος. Που ήμουν δηλαδή. Στήλη άλατος. Αισθανόμουν πολύ γελοίος εκείνη την ώρα. Πάγωσα από την ντροπή μου. Πάλι ψιλομαστουρωμένος είχε βγει ο Ηλίας. Όπως συνήθως. Χαμογέλασαν όπως είπα. Η μία φορούσε σιδεράκια. Στα δόντια. Σιγά. Δεν με χάλαγε καθόλου. Η άλλη δεν φορούσε σιδεράκια στα δόντια, αλλά στη μύτη, το φρύδι, τον αφαλό και δεν ξέρω κι’ εγώ πού αλλού. Πίρσιν. Δεν με χάλαγε καθόλου. Κατά τα άλλα, ήταν ίδιες. Σαν δίδυμες. Και έμοιαζαν, και ήταν δίδυμες με λίγα λόγια. Εγώ πάλι με τον Ηλία, και μοιάζαμε και ήμασταν γελοίοι. Όπως συνήθως, με λίγα λόγια.
Και τότε έγινε αυτό που αν μου έλεγες ότι θα γινόταν θα σου έλεγα ότι είσαι αιθεροβάμων και ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ήρθαν και μας έπιασαν κουβέντα. Εμένα μ’ έπιασε κι’ αυτή με τα σιδεράκια απ’ το χέρι. Μυρμήγκιασε η σπονδυλική μου στήλη άλατος.
«Γεια σας παιδιά», είπε το πίρσιν. «Μάρθα και Μαρία». Βιβλική σιγή επικράτησε για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα, όσο εγώ δεν είχα τίποτα να πω και όσο ο Βασίλης ρουφούσε με νόημα όση βότκα λεμόνι δεν είχε χυθεί.
«Ηλίας. Και από δω ο φίλος μου ο Αργύρης. Θα περάσουμε πολύ όμορφα σήμερα», έκλεισε το μάτι με νόημα στη Μάρθα.
«Ναι», ψέλλισα εγώ και βρήκα το θάρρος να σφίξω το χέρι της Μαρίας, το οποίο ήδη έσφιγγε το δικό μου, οπότε απλά ανταπέδωσα το σφίξιμο. Αλληλοσφιχτήκαμε.
Και τότε έγινε ξανά αυτό που αν μου έλεγες ότι θα γινόταν κ.λπ κ.λπ. Η Μάρθα μας ρώτησε τι πίνουμε και παρήγγειλε ποτά για όλους. Ο Ηλίας μου έριξε ένα να-τον-ακούς-τον-παλιό βλέμμα. Εγώ έριξα ένα βλέμμα στη βυζοχαράδρα της Μαρίας και τη βρήκα αρκούντως αβυσσαλέα και μια χαρά. Όλα μια χαρά ήταν. Όλο το σύμπαν συνωμοτούσε στο να γαμήσουμε εκείνο το βράδυ.
Φυσικά, παρά το γεγονός ότι όλο το σύμπαν συνωμοτούσε στο να γαμήσουμε, υπήρχαν στιγμές που ξεφύγαμε τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μας φιλοδωρήσουν από ένα φάσκελο και θα μείνουμε κοτσάνι. Όπως τότε που στην ερώτηση της Μαρίας «με τι ασχολείστε;», ο Ηλίας απάντησε: «Α, εγώ είμαι συγγραφέας- ναρκαλιευτής».
Ήταν βλέπετε ένα από τα κολπάκια του Καζανόβα με το Ταφ Ταφ. Έπρεπε να δείχνεις και κουλτουριάρης και ριψοκίνδυνος.
Το «ναρκαλιευτής» η Μάρθα και Μαρία το προσπέρασαν αμέσως. Μάλλον γιατί δεν ήξεραν τι ήταν το «ναρκαλιευτής». Όπως και το συνδυασμό του με το «συγγραφέας». Στο τελευταίο κόλλησαν και ρώτησε η Μαρία:
«Α, τι ωραία! Πες μου την τελευταία παράγραφο που έγραψες. Σε παρακαλώωωωωωωωω» και τράβηξε το «ω» με τόσο νάζι και σκέρτσο που μού ‘ρθε να πιάσω την εικοσιτριάχρονη (όπως έμαθα αργότερα) κοτσίδα της και να την κάνω να γονατίσει για τα περαιτέρω.
Ήρθε η σειρά του Ηλία να γίνει στήλη και η δικιά μου να μας βγάλω από το αδιέξοδο: «Όσο και να τον παρακαλέσεις, δεν πρόκειται να σου πει κουβέντα. Έτσι είναι ο Ηλίας. Εδώ δεν τα λέει ούτε σ’ εμένα που είμαι κολλητός του. Τυπωμένα τα διαβάζω τα βιβλία του», απάντησε ο, όπως μάθαμε όλοι μας λίγο αργότερα, Χειρούργος Οδοντίατρος Αργύρης. Όπως είπα ο Ηλίας δεν ήταν ποτέ κολλητός μου κι’ εγώ δεν ήμουν οδοντίατρος και είχα να πάω σε συνάδελφο οδοντίατρο εδώ και μια εξαετία. Αλλά είπαμε, το σύμπαν ήθελε να γαμήσουμε, εγώ θα έκανα τη χαλάστρα;
«Εσείς με τι ασχολείστε κορίτσια;» ρώτησα γεμάτος αυτοπεποίθηση, μετά και την τελευταία μου φοβερή τρίπλα.
Εδώ προσεγγίζουμε το θέμα μας, αγαπητέ αναγνώστη. Το οποίο είναι το πώς ξεφύγαμε με τον Ηλία και το οποίο θέμα μ' έκανε να κατουρήσω –ξανά- αίμα πριν από μία ώρα περίπου:
«Εμείς δεν δουλεύουμε. Έχουμε πολλά λεφτά. Ασχολούμαστε όμως με πολύ σημαντικά πράγματα, τα οποία δεν μπορούμε να σας πούμε όμως», απάντησε η Μάρθα.
«Δεν μπορούμε να σας πούμε γλυκούλη», μου είπε προσωπικώς η Μαρία και μου θύμισε εκείνον τον τύπο στο Πινόκιο που επαναλάμβανε ότι έλεγε ο κολλητός του. Βλέπαμε συνέχεια Πινόκιο με τον κολλητό μου τον Πάνο και άλλα παιδικά, όπως ο Νιλς Χόλγκερσον και το Μια Φορά κι’ Έναν Καιρό Ήταν ο Άνθρωπος. Μετά βλέπαμε μαζί και τσόντες και πιο σοβαρές ταινίες. Ώσπου σκοτώθηκε με τη μηχανή, ο μαλάκας.
Ξεφεύγω, συγνώμη. Επιστροφή στου Ψυρρή, όβερ.
«Γιατί; Είστε μπλεγμένες σε τίποτα παράνομο;» κινδυνολόγησε ο Ηλίας.
«Όχι βρε κουτό» είπε η Μάρθα «απλά δεν σας ξέρουμε καλά ακόμα. Θα γνωριστούμε όμως πολύ καλύτερα. Αν μάλιστα έρθετε και στο ταξιδάκι με το γιοτ, θα γνωριστούμε πολύ- πολύ καλύτερα».
Πλούσιες. Ξανθιές. Μεγάλα βυζιά. Πρόθυμες. Με γιοτ. Θέλουν να γνωριστείτε πολύ- πολύ καλύτερα και σας καλούν και σε ταξιδάκι με το γιοτ. Ε, παραβλέπεις τελείως το «χαζές» ή δεν το παραβλέπεις; Το παραβλέψαμε.
Σε μισή ώρα ήμασταν στον πρόδρομο του ταφ ταφ κάμπριο με δερμάτινα καθίσματα και οδεύαμε προς Λαύριο. Ψιλομεθυσμένοι και χοντροσεξουαλικοφτιαγμένοι.
«Πού πηγαίνει το γιοτ;», ρώτησα εγώ όσο έστριβα ένα τρίφυλλο στο πίσω κάθισμα.
«Στη Νήσο Ψ, φυσικά», απάντησε η Μαρία.
«Φυσικά», είπε ο Ηλίας και χούφτωσε το μπούτι της Μάρθας.
Τα υπόλοιπα θα σας τα αφηγηθώ πιθανότατα αύριο.
Κουράστηκα και πονάω και λίγο.
14 Comments:
Συνέχισε, με ενδιαφέρουν οι ιστορίες τύπου Fear & Loathing in Las Vegas.
!!!
Τελικά, αυτη η εποχή είναι μονον για ιστορίες. Λες και δεν εχει παρόντα χρόνο, αυτή η εποχή. Σαν να μην υπάρχει τίποτε, καμια φορά, καινούργιο για να γραφεί, Πασκάλ.
Σαν να είναι εποχή για παραλίες και ιστορίες.
Και, αισθάνομαι τόσο αδύναμη, ώρες ώρες απέναντι σε όλα όσα Βλέπω και μπορώ να Αντιλαμβάνομαι. Αδύναμη να κάνω το οτιδήποτε πέρα απο οτι με αφορά.
Ιστορίες Πασκάλ. Ιστορίες.
Μεταξύ μας, και με πιο ανάλαφρη διάθεση, αυτές οι ιστορίες είναι πολύ ωραίες. Οτι πρέπει, για την εποχή.
ναι, ναι, κάπου εδω τριγύρω είμαι κι εγω και σας παρ-ακολουθώ,
την εχω δεί δε, παραλία.
Εντάξει. Κατάλαβα τι πάς να κάνεις.
Θέλεις να μας τρίψεις στη μούρη το ταλέντο σου έτσι; Αυτό σε φτιάχνει ε; Να σε παρακαλάμε για λίγο ακόμη ε; Αυτό είναι το βίτσιο σου ανώμαλε συγγραφέα.
Ωραία λοιπόν. Υποκύπτω σιχαμερή σκουληκαντέρα. Δώσε κανα χάπι του Αργύρη γιατί δεν τον βλέπω και πολύ καλά και βάλτον να γράψει ΤΩΡΑ.
Υ.Γ. Αγαπημένο σημείο: η αναφορά στον Αλχημιστή που κάθε Αργύρης έχει διαβάσει.
-Κύριε, κύριε! Να ρωτήσω κάτι;
-Πες παιδί μου.
-Στο γιοτ θα είναι κι ο Λαζόπουλος;;;;;
:Ρ
Ευχάριστο που όντως ήταν η αδελφή του και όχι κάτι χειρότερο, όπως ενδέχετο.
Εμένα πάλι, μου θυμίζει Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, και ο Αργύρης σε ρόλο Μανολόπουλου :ΡΡΡ
Κι επειδή μου άρεσε το βιβλίο και έχω τρομερή ροπή προς τους κοινωνικά αδέξιους τύπους, εύχομαι το ξύλο να το έφαγε ο Ηλίας. Περιμένω να μάθω ;)
(Πασκάλ, πάλι γράφεις...)
Η συγκεκριμένη ιστορία που αφηγείται ο Pascal είναι από το "Βλαμμένα Κόσκινα Μυαλά". Είναι λογικό που μπερδεύτηκες, αγαπητή Id (ή μιλάω στον εαυτό μου;-).
pascal ΑΝΤΕ ΓΡΑΜΜΗ ΣΟΥ
Μ ενα Αρλεκιν ξεχνιεμαι...
Βάζε όσες παρενθέσεις θες. Μην τις κλείσεις ποτέ. Μου έλειψες, Pascal
;-)
λύσιππος: Συνέχισα
adespoti: Καταλαβαίνω τι εννοείς. Αλλά όλα χρειάζονται, ναι.
ιφιμέδεια: Έλα, υπερβολές
triantara: Περίμενε ντε
τζωτζιου: Να σου πω, δεν είχα πρόθεση να κάνω τόσο μεγάλη αναφορά στην αδερφή, μέχρι που διάβασα το κόμεντ σου.
id: Καλημέρα. Βαμμένα κόσκινα μυαλά, όντως. Δίκιο έχει ο μουστάκιας.
λύκος: Ξεχνιέσαι συχνά;
mk: Καλημέρα. Ε όχι και λείπω. Κάθε μέρα γράφω σχεδόν.
Μμμμμμ... σιγά.... κι εγώ μπορώ να γράψω έτσι.
Απλά, δεν θέλω!
οκ?
Χμμμ...λογικό. Κι' εγώ μπορώ να γράψω σαν κι' εσένα Ντόλυ μου, απλά μου λείπουν οι (σεξουαλικές) εμπειρίες :PPP
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε