Καλοκαιρινές διακοπές (2)
Ξύπνησε απότομα στις τρεις το πρωί. «Σε έξι άτοκες δόσεις των 35 ευρώ», άκουσε το τηλεμάρκετινγκ. Έψαξε στα τυφλά το τηλεκοντρόλ, έσβησε την τηλεόραση και άναψε τη λάμπα του κομοδίνου.
Από το ανοιχτό παράθυρο άκουγε τριζόνια. Βγήκε στο μπαλκόνι (άξιζε τα ενενήντα ευρώ τη βραδιά μόνο και μόνο για τη θέα) και άναψε τσιγάρο. Η θάλασσα, στα διακόσια περίπου μέτρα, δέντρα στο ενδιάμεσο, αριστερά και δεξιά πλαστικά ψηλά χωρίσματα για τα άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου.
Ωραία, και τώρα τι κάνουμε;
Ήξερε ότι δεν θα ξανακοιμηθεί, όπως όλες εκείνες τις φορές που ξυπνούσε άθελά του. Αυτή τη φορά όμως, δεν τον ένοιαζε.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
«Θα τα πιω στο πρώτο μπαράκι που θα βρω μπροστά μου», υποσχέθηκε στον εαυτό του. Η προοπτική του να γίνει λιώμα του φάνηκε αρκετά αισιόδοξη. Εξάλλου, τo ελάχιστο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας σαράντα παρά κάτι που πήγε μόνος του διακοπές, είναι να πιει. Σωστά;
«Γιάννη, ο οργανισμός σου σε προειδοποιεί με τις αϋπνίες. Αν δεν τον ακούσεις, θα σε χτυπήσει με έλκος και δεν ξέρω κι’ εγώ τι άλλο. Ξεκουράσου λίγο και πρόσεχε τον εαυτό σου παραπάνω. Διασκέδασε, ζήσε», του είχε πει πριν από δυο μήνες ο γιατρός.
Διασκέδασε. Ζήσε. Μάλιστα
Έκλεισε το γραφείο (νομικός με ειδίκευση στα ναυτιλιακά, έτοιμη πελατεία από τον πατέρα), έδωσε τρεις εβδομάδες άδεια στον εαυτό του και στους πέντε υπαλλήλους του και την έκανε. Μόνος. Χωρίς καν κινητό (μάνα, σταμάτα, θα σε παίρνω εγώ κάθε μέρα).
Χίλιες φορές καλύτερα χωρίς κινητό. Ο πειρασμός να πάρει τη Μαρία πάλι και να γίνει χάλια, θα ήταν μικρότερος. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.
Περπάτησε δυο τρία λεπτά προς το λιμάνι και έστριψε στο πρώτο στενό που άκουσε τη μεγαλύτερη φασαρία. Μπίρες χωρίς ποτήρι, βερμούδες, παρεό, γέλια, φωνές. Κουνιστή μουσική (το τελευταίο της Beyonce άρεσε πολύ στη Μαρία), μια ελεύθερη γωνιακή θέση στο μπαρ.
Παρατήρησε τα σημαιάκια από διάφορες ποδοσφαιρικές ομάδες, οι περισσότερες του εξωτερικού, στον απέναντι τοίχο, την ευχάριστη υφή της ξύλινης μπάρας που είχε το σωστό ύψος για να ακουμπάς τους αγκώνες σου χωρίς να καμπουριάζεις και την γύρω στα τριάντα κοκκινομάλλα, δυο μέτρα παραπέρα. Φορούσε κόκκινο, στενό φόρεμα, χρυσά πέδιλα και ένα χαμόγελο που τον έκανε να αισθανθεί άσχημα που δεν είχε έρθει νωρίτερα. Η κοκκινομάλλα μιμήθηκε τον τρόπο που καθόταν, σαν να του έλεγε «έλα να παίξουμε, θέλω να παίξουμε».
Διασκέδασε. Ζήσε. Αυτό ακριβώς θα έκανε.
«Γιάννης. Δεν ενοχλώ, φαντάζομαι»
«Πάμε κάπου πιο ήσυχα;», είπε ο Κώστας και έσφιξε πιο δυνατά τη μέση της ξανθιάς.
«Να τελειώσω το ποτό και φεύγουμε».
Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Σεξουαλική, σίγουρα. Τα χρυσά πέδιλά της ήταν σχεδόν ίδια με της Βάσως και αυτό τον έκανε να θυμηθεί τον κολλητό του, το Νίκο. Ο Νίκος είχε αναπτύξει την περίφημη θεωρία του δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες, αλλά μία που ξαναγυρίζει ξανά και ξανά. Ο τρόπος του για να ξεπεράσει το φτύσιμο που του έριξε η Άννα, βλέπεις.
Είχε γράψει και ποίημα ο μαλάκας και το μουρμούριζε κάθε φορά που έκανε κανέναν μπάφο ή έπινε παραπάνω και τη θυμόταν.
Γύρισες ξανά, μ’ άλλη μορφή,
Έσκυψες και μου χάρισες λουλούδια.
Στα χείλη σου ζωγραφισμένο ένα φιλί,
Καθίσαμε και θυμηθήκαμε τραγούδια.
Σε ρώτησα πού πήγες, αν ήσουν μοναχή,
Χαμογέλασες και μου ‘πιασες το χέρι,
Φοβάμαι ότι αν φύγεις ένα πρωί,
Θα μείνει τ’ άρωμά σου κρασί μέσα στ’ αγέρι.
Γλυκανάλατος μαλάκας, ναι. Κάνανε όμως παρέα από το δημοτικό. Ήταν σαν να τον συμπλήρωνε, το αντίθετό του.
«Τι σκέφτεσαι κούκλε;», του ψιθύρισε στ’ αυτί η ξανθιά
«Τίποτα μωρό μου. Πάμε;», απάντησε ο Κώστας δαγκώνοντας το λαιμό της.
«Βιάζεσαι ε; Μ’ αρέσεις. Κι’ εγώ βιάζομαι. Πάμε».
«Μισό λεπτό να πάω τουαλέτα. Πλήρωσε εσύ κι’ έρχομαι». Της έδωσε ένα κατοστάευρω και άρχισε να κάνει χώρο ανάμεσα στον κόσμο. Έκλεισε την πόρτα και έβγαλε το κινητό.
«Μωρό μου, σε λίγο φεύγουμε από το Sirocco. Εσύ πώς πας; Όλα ok;»
«Έλα Μαρία μου. Ναι, μια χαρά. Στο Papayo είμαι με παρέα. Πολύ καλή παρέα», απάντησε η Βάσω και άρχισε να χαϊδεύει το πόδι του Γιάννη, από το γόνατο μέχρι και πριν λίγο το πέος του.
«Εντάξει. Κοντά είμαστε»
Η σκέψη της Μαρίας ενόχλησε ξανά το Γιάννη. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά, δεν τον πόνεσε. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.
«Κοίτα να δεις συμπτώσεις σήμερα», σκέφτηκε ο Κώστας. «Και την ξανθιά Μαρία τη λένε».
(…συνεχίζεται…)
Από το ανοιχτό παράθυρο άκουγε τριζόνια. Βγήκε στο μπαλκόνι (άξιζε τα ενενήντα ευρώ τη βραδιά μόνο και μόνο για τη θέα) και άναψε τσιγάρο. Η θάλασσα, στα διακόσια περίπου μέτρα, δέντρα στο ενδιάμεσο, αριστερά και δεξιά πλαστικά ψηλά χωρίσματα για τα άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου.
Ωραία, και τώρα τι κάνουμε;
Ήξερε ότι δεν θα ξανακοιμηθεί, όπως όλες εκείνες τις φορές που ξυπνούσε άθελά του. Αυτή τη φορά όμως, δεν τον ένοιαζε.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
«Θα τα πιω στο πρώτο μπαράκι που θα βρω μπροστά μου», υποσχέθηκε στον εαυτό του. Η προοπτική του να γίνει λιώμα του φάνηκε αρκετά αισιόδοξη. Εξάλλου, τo ελάχιστο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας σαράντα παρά κάτι που πήγε μόνος του διακοπές, είναι να πιει. Σωστά;
«Γιάννη, ο οργανισμός σου σε προειδοποιεί με τις αϋπνίες. Αν δεν τον ακούσεις, θα σε χτυπήσει με έλκος και δεν ξέρω κι’ εγώ τι άλλο. Ξεκουράσου λίγο και πρόσεχε τον εαυτό σου παραπάνω. Διασκέδασε, ζήσε», του είχε πει πριν από δυο μήνες ο γιατρός.
Διασκέδασε. Ζήσε. Μάλιστα
Έκλεισε το γραφείο (νομικός με ειδίκευση στα ναυτιλιακά, έτοιμη πελατεία από τον πατέρα), έδωσε τρεις εβδομάδες άδεια στον εαυτό του και στους πέντε υπαλλήλους του και την έκανε. Μόνος. Χωρίς καν κινητό (μάνα, σταμάτα, θα σε παίρνω εγώ κάθε μέρα).
Χίλιες φορές καλύτερα χωρίς κινητό. Ο πειρασμός να πάρει τη Μαρία πάλι και να γίνει χάλια, θα ήταν μικρότερος. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.
Περπάτησε δυο τρία λεπτά προς το λιμάνι και έστριψε στο πρώτο στενό που άκουσε τη μεγαλύτερη φασαρία. Μπίρες χωρίς ποτήρι, βερμούδες, παρεό, γέλια, φωνές. Κουνιστή μουσική (το τελευταίο της Beyonce άρεσε πολύ στη Μαρία), μια ελεύθερη γωνιακή θέση στο μπαρ.
Παρατήρησε τα σημαιάκια από διάφορες ποδοσφαιρικές ομάδες, οι περισσότερες του εξωτερικού, στον απέναντι τοίχο, την ευχάριστη υφή της ξύλινης μπάρας που είχε το σωστό ύψος για να ακουμπάς τους αγκώνες σου χωρίς να καμπουριάζεις και την γύρω στα τριάντα κοκκινομάλλα, δυο μέτρα παραπέρα. Φορούσε κόκκινο, στενό φόρεμα, χρυσά πέδιλα και ένα χαμόγελο που τον έκανε να αισθανθεί άσχημα που δεν είχε έρθει νωρίτερα. Η κοκκινομάλλα μιμήθηκε τον τρόπο που καθόταν, σαν να του έλεγε «έλα να παίξουμε, θέλω να παίξουμε».
Διασκέδασε. Ζήσε. Αυτό ακριβώς θα έκανε.
«Γιάννης. Δεν ενοχλώ, φαντάζομαι»
«Πάμε κάπου πιο ήσυχα;», είπε ο Κώστας και έσφιξε πιο δυνατά τη μέση της ξανθιάς.
«Να τελειώσω το ποτό και φεύγουμε».
Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Σεξουαλική, σίγουρα. Τα χρυσά πέδιλά της ήταν σχεδόν ίδια με της Βάσως και αυτό τον έκανε να θυμηθεί τον κολλητό του, το Νίκο. Ο Νίκος είχε αναπτύξει την περίφημη θεωρία του δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες, αλλά μία που ξαναγυρίζει ξανά και ξανά. Ο τρόπος του για να ξεπεράσει το φτύσιμο που του έριξε η Άννα, βλέπεις.
Είχε γράψει και ποίημα ο μαλάκας και το μουρμούριζε κάθε φορά που έκανε κανέναν μπάφο ή έπινε παραπάνω και τη θυμόταν.
Γύρισες ξανά, μ’ άλλη μορφή,
Έσκυψες και μου χάρισες λουλούδια.
Στα χείλη σου ζωγραφισμένο ένα φιλί,
Καθίσαμε και θυμηθήκαμε τραγούδια.
Σε ρώτησα πού πήγες, αν ήσουν μοναχή,
Χαμογέλασες και μου ‘πιασες το χέρι,
Φοβάμαι ότι αν φύγεις ένα πρωί,
Θα μείνει τ’ άρωμά σου κρασί μέσα στ’ αγέρι.
Γλυκανάλατος μαλάκας, ναι. Κάνανε όμως παρέα από το δημοτικό. Ήταν σαν να τον συμπλήρωνε, το αντίθετό του.
«Τι σκέφτεσαι κούκλε;», του ψιθύρισε στ’ αυτί η ξανθιά
«Τίποτα μωρό μου. Πάμε;», απάντησε ο Κώστας δαγκώνοντας το λαιμό της.
«Βιάζεσαι ε; Μ’ αρέσεις. Κι’ εγώ βιάζομαι. Πάμε».
«Μισό λεπτό να πάω τουαλέτα. Πλήρωσε εσύ κι’ έρχομαι». Της έδωσε ένα κατοστάευρω και άρχισε να κάνει χώρο ανάμεσα στον κόσμο. Έκλεισε την πόρτα και έβγαλε το κινητό.
«Μωρό μου, σε λίγο φεύγουμε από το Sirocco. Εσύ πώς πας; Όλα ok;»
«Έλα Μαρία μου. Ναι, μια χαρά. Στο Papayo είμαι με παρέα. Πολύ καλή παρέα», απάντησε η Βάσω και άρχισε να χαϊδεύει το πόδι του Γιάννη, από το γόνατο μέχρι και πριν λίγο το πέος του.
«Εντάξει. Κοντά είμαστε»
Η σκέψη της Μαρίας ενόχλησε ξανά το Γιάννη. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά, δεν τον πόνεσε. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.
«Κοίτα να δεις συμπτώσεις σήμερα», σκέφτηκε ο Κώστας. «Και την ξανθιά Μαρία τη λένε».
(…συνεχίζεται…)
1 Comments:
Very nice site!
» »
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε