Τραπεζάκι από το IKEA
Άρχισε να κουνιέται όλο και πιο γρήγορα τώρα. Η Mαρία φώναζε πια δυνατά και ένιωσε το κορμί της να μουδιάζει. Της έκλεισε το χέρι με το στόμα. Δεν έπρεπε να τους ακούσει κανείς. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερό του άγχος όποτε μπούκαραν σε ξένα σπίτια για να πηδηχτούν. Να μη γίνει ο οργασμός της η αιτία για να τους ανακαλύψουν. Ο κίνδυνος αυτός τους εξίταρε και τους δύο περισσότερο. Γι’ αυτό και το έκαναν άλλωστε.
Τη Μαρία τη γνώρισε πέρυσι τέτοιο καιρό. Είχε φέρει στο μαγαζί του μια δωδεκάποντη γόβα. Της είχε φύγει το τακούνι. Εκτός από το να κάνει τον κλειδαρά, επιδιόρθωνε και τακούνια. Στην αρχή, δεν την είχε προσέξει ιδιαίτερα.
«Μπορείτε σας παρακαλώ να τη φτιάξετε τώρα; Πρέπει να τις φορέσω σήμερα. Οπωσδήποτε»
Τη φαντάστηκε να τις φοράει. Η εικόνα τον ερέθισε τόσο, που δεν μπόρεσε καν να απαντήσει. Της έγνεψε καταφατικά. Εκείνη φεύγοντας, πήρε ένα στυλό και έγραψε το τηλέφωνό της στο χέρι του, χωρίς να πει τίποτα. Του άφησε ένα εικοσάευρω και έφυγε.
Του δάγκωσε βογγώντας το χέρι. Έσφιξε τόσο δυνατά τα πόδια της γύρω από τη μέση του που δεν μπορούσε πλέον να κουνηθεί. Το τραπεζάκι της κουζίνας ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε το κατάλληλο ύψος και άντεχε το βάρος της μια χαρά. Έχυσαν ταυτόχρονα.
«Να πάρουμε κι’ εμείς ένα, μωρό. Από το IKEA το κόβω».
«Ναι. Μάλλον είναι φοιτητής. Ακούει και Μάρλεϊ. Δες αυτή την αφίσα»
«Να προσέχουμε μην κάνουμε καμιά ζημιά. Κρίμα. Έλα, βοήθησέ με να βάλω τα πράγματα στη θέση τους»
«Η κλειδαριά του πάντως είναι ανέπαφη. Ούτε που θα καταλάβει τη διαφορά»
Φορούσε τις γόβες που του άφησαν στο μαγαζί την προηγούμενη μέρα. Τη στένευαν λίγο, αλλά δεν παραπονιόταν. Ήταν η καλύτερή τους όταν τύχαινε να έχουν ένα κομψό ζευγάρι να «δανειστούν». Έβγαλε το στριγκ της και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, όπως έκανε και σε κάθε διαμέρισμα που «επισκεπτόντουσαν».
Ανέβηκαν στη μηχανή και ξεκίνησαν για το μπαράκι. Η Μαρία δεν έβγαλε τα μαύρα δερμάτινα γάντια. Πήγαιναν εξάλλου μια χαρά και με τις μαύρες γόβες της.
Ξεκίνησαν τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους. Η ιδέα ήταν δική της. Πήγαιναν συχνά σε ροζ ξενοδοχεία. Τους έφτιαχνε η ατμόσφαιρα. Είχαν μάλιστα βρει κι’ αυτά που ακουγόντουσαν τα ζευγάρια από τα διπλανά δωμάτια. Αυτό τους έφτιαχνε ακόμα πιο πολύ.
«Μωρό, ωραία τα ξενοδοχεία. Φαντάσου να μπορούσες να μπεις και με τα κλειδιά σου και να μην πληρώνουμε μία», του πέταξε για πλάκα.
«Να μπουκάρεις σε ξενοδοχείο; Αδύνατο»
«Σε σπίτι όμως;»
Στους εννιά μήνες της καριέρας τους, το είχαν κάνει πάνω από είκοσι φορές. Το σεξ ήταν τόσο καλό στα σπίτια αλλονών, που οτιδήποτε άλλο τους φαινόταν ξενέρωτο. Είχαν εθιστεί.
«Τα γνωστά Δημήτρη», είπε στον μπάρμπαν ο Βασίλης.
«Ok ρε. Όλα καλά; Καιρό έχω να σας δω»
«Μια χαρά», του απάντησε εκείνη. «Τέλεια. Ε μωρό;»
«Ναι. Τέλεια»
Δεν ήπιαν πολύ. Δεν είχαν και το κουράγιο. Έφυγαν κατά τις δύο για το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Η Μαρία πήγε κατευθείαν για ντους.
«Ρε μωρό, πότε το αγόρασες αυτό το στριγκάκι; Ωραίο είναι»
«Ποιο;»
Πήγε στο μπάνιο. «Αυτό»
«Δεν έχω εγώ τέτοιο στριγκάκι»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Πού το βρήκες;»
«Στον καναπέ»
Κοιτάχτηκαν. Καύλωσαν και οι δύο. Ο Βασίλης έτρεξε στην πόρτα. Εξέτασε προσεκτικά την κλειδαριά. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι. Τίποτα.
«Εύχομαι να τους βόλεψε ο καναπές», του είπε χαμογελώντας
«Ναι. Να αγοράσουμε κι’ εκείνο το τραπεζάκι για την κουζίνα. Μπορεί να ξανάρθουν»
«Μακάρι»
Τη Μαρία τη γνώρισε πέρυσι τέτοιο καιρό. Είχε φέρει στο μαγαζί του μια δωδεκάποντη γόβα. Της είχε φύγει το τακούνι. Εκτός από το να κάνει τον κλειδαρά, επιδιόρθωνε και τακούνια. Στην αρχή, δεν την είχε προσέξει ιδιαίτερα.
«Μπορείτε σας παρακαλώ να τη φτιάξετε τώρα; Πρέπει να τις φορέσω σήμερα. Οπωσδήποτε»
Τη φαντάστηκε να τις φοράει. Η εικόνα τον ερέθισε τόσο, που δεν μπόρεσε καν να απαντήσει. Της έγνεψε καταφατικά. Εκείνη φεύγοντας, πήρε ένα στυλό και έγραψε το τηλέφωνό της στο χέρι του, χωρίς να πει τίποτα. Του άφησε ένα εικοσάευρω και έφυγε.
Του δάγκωσε βογγώντας το χέρι. Έσφιξε τόσο δυνατά τα πόδια της γύρω από τη μέση του που δεν μπορούσε πλέον να κουνηθεί. Το τραπεζάκι της κουζίνας ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε το κατάλληλο ύψος και άντεχε το βάρος της μια χαρά. Έχυσαν ταυτόχρονα.
«Να πάρουμε κι’ εμείς ένα, μωρό. Από το IKEA το κόβω».
«Ναι. Μάλλον είναι φοιτητής. Ακούει και Μάρλεϊ. Δες αυτή την αφίσα»
«Να προσέχουμε μην κάνουμε καμιά ζημιά. Κρίμα. Έλα, βοήθησέ με να βάλω τα πράγματα στη θέση τους»
«Η κλειδαριά του πάντως είναι ανέπαφη. Ούτε που θα καταλάβει τη διαφορά»
Φορούσε τις γόβες που του άφησαν στο μαγαζί την προηγούμενη μέρα. Τη στένευαν λίγο, αλλά δεν παραπονιόταν. Ήταν η καλύτερή τους όταν τύχαινε να έχουν ένα κομψό ζευγάρι να «δανειστούν». Έβγαλε το στριγκ της και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, όπως έκανε και σε κάθε διαμέρισμα που «επισκεπτόντουσαν».
Ανέβηκαν στη μηχανή και ξεκίνησαν για το μπαράκι. Η Μαρία δεν έβγαλε τα μαύρα δερμάτινα γάντια. Πήγαιναν εξάλλου μια χαρά και με τις μαύρες γόβες της.
Ξεκίνησαν τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους. Η ιδέα ήταν δική της. Πήγαιναν συχνά σε ροζ ξενοδοχεία. Τους έφτιαχνε η ατμόσφαιρα. Είχαν μάλιστα βρει κι’ αυτά που ακουγόντουσαν τα ζευγάρια από τα διπλανά δωμάτια. Αυτό τους έφτιαχνε ακόμα πιο πολύ.
«Μωρό, ωραία τα ξενοδοχεία. Φαντάσου να μπορούσες να μπεις και με τα κλειδιά σου και να μην πληρώνουμε μία», του πέταξε για πλάκα.
«Να μπουκάρεις σε ξενοδοχείο; Αδύνατο»
«Σε σπίτι όμως;»
Στους εννιά μήνες της καριέρας τους, το είχαν κάνει πάνω από είκοσι φορές. Το σεξ ήταν τόσο καλό στα σπίτια αλλονών, που οτιδήποτε άλλο τους φαινόταν ξενέρωτο. Είχαν εθιστεί.
«Τα γνωστά Δημήτρη», είπε στον μπάρμπαν ο Βασίλης.
«Ok ρε. Όλα καλά; Καιρό έχω να σας δω»
«Μια χαρά», του απάντησε εκείνη. «Τέλεια. Ε μωρό;»
«Ναι. Τέλεια»
Δεν ήπιαν πολύ. Δεν είχαν και το κουράγιο. Έφυγαν κατά τις δύο για το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Η Μαρία πήγε κατευθείαν για ντους.
«Ρε μωρό, πότε το αγόρασες αυτό το στριγκάκι; Ωραίο είναι»
«Ποιο;»
Πήγε στο μπάνιο. «Αυτό»
«Δεν έχω εγώ τέτοιο στριγκάκι»
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι. Πού το βρήκες;»
«Στον καναπέ»
Κοιτάχτηκαν. Καύλωσαν και οι δύο. Ο Βασίλης έτρεξε στην πόρτα. Εξέτασε προσεκτικά την κλειδαριά. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι. Τίποτα.
«Εύχομαι να τους βόλεψε ο καναπές», του είπε χαμογελώντας
«Ναι. Να αγοράσουμε κι’ εκείνο το τραπεζάκι για την κουζίνα. Μπορεί να ξανάρθουν»
«Μακάρι»
15 Comments:
smack!αν και σου κάνω μούτρα για αυτήν την ώρα...
Ε, θα σου περάσουν. Δεν μπορεί. Ωραίο το τραπεζάκι, ε;
καλο.που θα χωρέσει όμως...καλο δεν είναι και το δικό μου?(επισήμως εχω ακόμα μούτρα)
Mια χαρά, δε λέω. (ξύδι)
ψιτ.(ανεπισήμως δεν έχω καθόλου μουτρα.εντάξει?ξια σου)
ξια μου λοιπόν (τί είναι αυτό;)
θα στο σπάσω το ικέα τραπεζάκι... πασκαλάκι... τι συμβαινει με το μονιτορ σημερα?
Δεν ξέρω. Τά 'παιξε. Καλησπέρα.
Είσαι πολύ διεστραμένος τελικά
Μπα, όχι.
Απλά το blog αυτό περνάει τη ροζ περίοδο. Ακολουθεί η μελιτζανί και η καφέ πουά. Τη μαύρη την αποφεύγω και τη σιχαίνομαι. Την έχουν καβατζάρει άλλοι
esena prepei na sou aresoun polu ta epitrapezia paixnidia:fidaki,navmaxia...
lol
άλλο άγχος κι αυτό
να πρέπει να αφήνεις καθαρό σπίτι φεύγοντας γιατί ...ποτέ δεν ξέρεις...
jane: Και τους δύο ίσως όχι. Τον έναν, σίγουρα.
cd: Ναι. Και τα επιδαπέδια, και τα επιπλυντήρια και τα επιδαπέδια...
vromogato: Άστο ακατάστατο και άσε και ένα πόστιτ που να λέει: "Γαμιέστε που γαμιέστε, ρίξτε και κανά συμμάζεμα"
Here are some links that I believe will be interested
Really amazing! Useful information. All the best.
»
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε