Αργύρης (παρτ νάιν)
Oι Θανατολόγοι
«Πώς να είναι να πεθαίνεις ρε συ;». Ήταν πριν από τρία χρόνια περίπου. Περπατούσαμε με τον Πάνο στην Πανεπιστημίου, μόλις είχαμε βγει από το σινεμά, μεταμεσονύκτια προβολή, Αύγουστος. Δεν θυμάμαι ποια ταινία. Δεν είχε πάντως σχέση με την ερώτησή μου.
«Βιάζεσαι να μάθεις;», είπε ο Πάνος. Δεν απάντησα αμέσως γιατί μου φάνηκε ότι αν βιαζόμουν να απαντήσω θα ήταν σαν να είχα απαντήσει χωρίς να πω τίποτα. Ήθελα, όμως, να πω κάτι.
«Απλά αναρωτιέμαι», είπα. Πέρασε ένα ταξί, μας έκανε νόημα με τα φώτα, για κούρσα έψαχνε.
«Εντάξει λοιπόν, πάμε να κάτσουμε κάπου να σου εξηγήσω», είπε.
«Γιατί, δεν μπορείς να μου πεις στο περπατητό;». Περπατούσαμε προς τη μηχανή του Πάνου.
«Όχι».
Βρήκαμε ένα πεζούλι. Κάτσαμε. Ανάψαμε τσιγάρο. Ένα ο καθένας. Η Αθήνα μύριζε απουσία. Ο Πάνος τράβηξε μια δυο τζούρες από το δικό του, το έσβησε και είπε:
«Όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών ο παππούς μου ο Σήφης ζούσε ακόμα. Είχαμε πάει στο χωριό, δεκαπενταύγουστος ήταν. Το χωριό δεν μου άρεσε ποτέ, είχα συνηθίσει στην Αθήνα. Το σνόμπαρα. Ένα απόγευμα, καθόμουν και διάβαζα, δεν θυμάμαι τι, στην αυλή. Ο παππούς μου ήρθε, αθόρυβα από πίσω μου, μ' ακούμπησε στον ώμο. “Πάνο, σε τρεις μήνες θα πεθάνω”, είπε. “Τι λες ρε παππού;”, είπα εγώ. “Μη στενοχωριέσαι, απλά θα πεθάνω αγόρι μου. Ήρθε η ώρα μου”. Τον κοίταξα. Το βλέμμα του ήταν σαν να μου είχε πει ότι θα πάει για τσιγάρα. Τόσο ανέκφραστος». Παύση ο Πάνος.
«Kαι;», είπα εγώ.
«Τι και;»
«Πέθανε;»
«Ναι».
«Σε τρεις μήνες;», ρώτησα.
«Όχι. Σε δυο χρόνια. Έπεσε έξω».
«Δεν καταλαβαίνω πού κολλάει αυτή η φάση με τον παππού σου», είπα.
«Αν ήμασταν σε ταινία, ο παππούς μου θα μου έλεγε ότι θα πέθαινε στις τρεις τα ξημερώματα σε τριανταπέντε μέρες από τώρα και θα πέθαινε. Δεν ζούμε σε ταινία όμως. Εντάξει μέχρι εδώ;»
«Συνέχισε».
«Το να πεθαίνεις και το να σκέφτεσαι ότι πεθαίνεις δεν έχει και μεγάλη διαφορά, νομίζω. Ο παππούς μου είχε αρχίσει να πεθαίνει πολύ καιρό πριν πεθάνει».
«Δεν μου απάντησες. Εγώ ρώτησα πώς να είναι όταν πεθαίνεις».
«Σκέψου ότι πεθαίνεις και θα καταλάβεις», είπε ο Πάνος.
«Μα δεν γίνεται».
«Γίνεται», είπε.
«Εσύ το έχεις κάνει;», είπα.
«Μια- δυο φορές».
«Ε τότε γιατί δεν μου λες πώς είναι;»
«Γιατί ο δικός μου θάνατος δεν σε αφορά».
Κι’ όμως, με αφορά ρε μαλάκα Πάνο. Με αφορά. Αυτό έπρεπε να πω τότε, γιατί αυτό ισχύει.
«Σωστό κι’ αυτό», είπα αντί για το «με αφορά ρε μαλάκα Πάνο».
«Μπα, βλακείες λέω», είπε και άναψε κι’ άλλο τσιγάρο.
«Γιατί;»
«Γιατί γι’ αυτά τα πράγματα υπάρχουν οι ειδικοί. Ποιος είμαι εγώ να σου πω το ένα και το άλλο;», είπε ο Πάνος.
«Ειδικοί;», ρώτησα.
«Ε ναι ρε συ. Όπως υπάρχουν οι ειδικοί για τα κρασιά υπάρχουν και οι ειδικοί για το θάνατο».
«Και πώς τους λένε; Θανατολόγους;»
«Νεκρούς», είπε.
«Πάλι καλά που έχουμε κι’ αυτούς», είπα. «Να ξέρουμε και τι μας γίνεται».
«Μην υποτιμάς την αξία των νεκρών ηλίθιε», είπε. «Υπάρχουν χωρίς να επιβαρύνουν κανέναν. Σαν συνταξιούχοι χωρίς σύνταξη».
«Τι υπάρχουν ρε;»
«Παντού τους βλέπεις. Βιβλία, τηλεόραση, μνημόσυνα, τάφοι, αναμνήσεις».
«Καλά περνάνε δηλαδή», είπα.
«Α δεν ξέρω. Δεν ρώτησα κανέναν. Δεν θα ήθελα να είμαι νεκρός πάντως».
«Ούτε κι’ εγώ».
«Ξέρεις ποια πιστεύω ότι είναι η μεγαλύτερη μαλακία που μπορεί να σου συμβεί όταν είσαι νεκρός;», ρώτησε.
«Ποια;»
«Το να μην έχεις πεθάνει».
«Ρεζιλίκι», είπα. Κάτσαμε για ένα δυο λεπτά χωρίς να πούμε τίποτα. Μετά περπατήσαμε μέχρι τη μηχανή του Πάνου. Καβαλώντας την μου είπε: «Σε ενενήντα χρόνια από τώρα θα πεθάνω». Γέλασε. Έπεσε έξω.
Σκέφτομαι πώς θα ήταν αν ο καθένας μας ήξερε το πόσο θα ζήσει. Μάλλον, αν όλοι είχαμε μια ημερομηνία λήξεως. Ημερομηνία καταλήξεως, πιο σωστά.
Ξυπνάμε π.χ όλοι αύριο και έχουμε μια τέτοια ημερομηνία, γραμμένη στον κώλο μας λέει. Το βλέπουμε στις τηλεοράσεις, το γράφουν οι εφημερίδες, μας έρχεται με SMS στα κινητά. Χαμός. Άλλοι να στραμπουλάνε πόδια γιατί δεν έχουν μεγάλο καθρέφτη σπίτι και ανέβηκαν σε καρέκλα για να δούνε τον κώλο τους στον τραπέζι του μπάνιου και έφαγαν τα μούτρα τους. Άλλοι να δείχνουν τον κώλο τους στον πρώτο τυχόντα:
«Συγγνώμη, τι γράφει;».
«2068. Α, τι ωραία σύμπτωση! Μαζί λήγουμε. Η Κατερίνα από δω είναι του ‘76».
«Γεννηθείς;»
«Όχι. Λήγει το 2076».
«Χάρηκα Κατερίνα. Αγησίλαος. Έχω κορίτσια ένα φίλο που έχει λήξει ήδη».
«Τα συλλυπητήρια μου».
«Μπα, δεν πέθανε ακόμα. Του είπαν να μην ανησυχεί και ότι όπου να ‘ναι θα τα τινάξει».
«Έκτακτα! Πάμε για κανέναν καφέ;»
«Γιατί όχι; Προλαβαίνουμε. Δεν προλαβαίνουμε Κατερίνα;»
«Αμέ. Εγώ έχω άλλα εβδομήντα χρόνια μπροστά μου!».
Σε γενέθλια:
«Πολύχρονος!»
«Με δουλεύεις;»
«Γιατί;»
«Κάνεις πώς δεν ξέρεις ρε καριόλη;E;»
«Όχι…εγώ…ορκίζομαι…δεν…».
To «είδα το θάνατό σου» θα γινόταν τίτλος τσόντας και άλλα τέτοια ευχάριστα θα συνέβαιναν. Πολλοί πάντως με το που θα μάθαιναν πότε θα πέθαιναν, θα σταματούσαν να ζουν. Θα περίμεναν απλά. Μουδιασμένοι. Άλλοι πάλι θα έριχναν ένα σάλτο από τον όγδοο. Μερικοί θα έψαχναν να βρουν ποιος τους κότσαρε την ημερομηνία για να λαδώσουν και να εξοικονομήσουν λίγα χρονάκια παραπάνω. Υποψιάζομαι ότι πολλοί θα έβρισκαν, επιτέλους, την υπέρτατη δικαιολογία. Εκεί που π.χ έλεγαν προηγουμένως «α, δεν μπορώ να κάνω το χψ γιατί δεν αισθάνομαι πολύ καλά ψυχολογικά» θα έλεγαν «α, δεν μπορώ να κάνω το χψ γιατί θα πεθάνω σε σαράντα χρόνια». Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρω τι θα συνέβαινε στους γιατρούς, τα βιολογικά προϊόντα, τις δίαιτες μακροζωίας, τους χορτοφάγους και τους στρατούς.
Ο κώλος πάντως της Μαρίας έγραφε. Σκέτο. Δεν ήταν η πιο ωραία εκεί μέσα, γιατί ήταν εκεί και η άλλη δίδυμη, η Μάρθα. Της έκανε χαλάστρα. Αν δεν ήταν η αδερφή της θα ήταν η πιο ωραία μέσα στο γιοτ. Ακούγαμε, όπως σας είπα, Barry White. Χωρίς να το πολυκαταλάβω, είχαμε βρεθεί να χορεύουμε, όπως χορεύεις όταν σε γουστάρει μια γκόμενα και τη γουστάρεις κι’ εσύ. Επειδή όμως είμαι άνθρωπος, και επειδή ο άνθρωπος είναι ον ανικανοποίητο, δεν μου έφτανε που ήξερα ότι θα πήδαγα μια από τις πιο ωραίες γκόμενες που έχω, όχι πηδήξει, αλλά μιλήσει στη ζωή μου. Όχι, δεν μου έφτανε. Ήθελα να ξέρω ότι θα μου καθόταν για μένα και όχι γιατί αυτό αποτελεί μέρος των υποχρεώσεών της στην N.J.
«Δεν ήταν πάντως σωστό αυτό που έκανες».
«Ποιο γλυκούλη;»
«Είπες ότι θα μου κάτσεις όταν φτάσουμε στη Νήσο Ψ γιατί εσείς στην N.J βοηθάτε τους συνανθρώπους σας».
«Και τι σε πείραξε ακριβώς;», απάντησε.
«Μου κάνεις τη χαζή;», είπα. Της έκανα τεράστιο κοπλιμέντο μ’ αυτή μου την ερώτηση.
Εκείνη έδειξε να θυμώνει. Σούφρωσε τα χείλη της, τα φρύδια της, και είχα και την εντύπωση ότι μίκρυνε και το στήθος της. Αλήθεια το λέω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια, δεν είχε μικρύνει το στήθος της, απλά αυτή έκανε λίγο πιο πίσω.
«Αργύρη, άκου. Το ότι θα πηδηχτούμε θα είναι το λιγότερο που θα κάνουμε στη Νήσο Ψ», είπε. Μου ήρθαν στο μυαλό όργια. Μετά μου έφυγαν γιατί θυμήθηκα την Εύα. «Είναι τιμή σου που έρχεσαι μαζί μας. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα, αλλά θα δεις». Τιμή μου λέει; Δεν έβλεπε που είχα σηκώσει σημαία από την υπερηφάνεια; Είχε να μου έρθει τόσο στενό ένα παντελόνι από το λύκειο που το έπαιζα, και καλά, μέταλλο.
«Εντάξει, εντάξει. Μην αρπάζεσαι», είπα.
Δεν είπαμε άλλα. Χορέψαμε για ένα δυο λεπτά ακόμα. Ο ήλιος είχε βγει από την ανατολή, ως όφειλε, κι’ εγώ συνέχιζα να λικνίζομαι, δευτερευόντως, και να την πασπατεύω, πρωτευόντως. Το μαλλιά της μύριζαν ακόμα καρύδα. Το γιοτ ήταν ακόμα ροζ, ο dj το γύρισε από Barry White σε Marvin Gaye και με άφησε λέγοντάς μου: «Κοίτα να γνωρίσεις κι’ άλλο κόσμο εδώ γύρω. Θα σου κάνει καλό». Την είδα να κατευθύνεται προς τον τύπο που είχα ανακοινώσει πιο πριν τα του διαγωνισμού.
Άρχισαν να χορεύουν. Χόρευε όπως μ’ εμένα, μόνο που δεν ήμουν εγώ αυτός ο τύπος. Πήρα τη μυρωδιά καρύδα από το χέρι και κατευθυνθήκαμε προς το μπουφεμπάρ. Εκεί που ήταν ο μπούφος ο Andrew. Άλλοι κάνουν τον κινέζο, αυτός έκανε τον Άγγλο. Ηλίθιοι. Δεν θα πάρετε μουντιάλ ποτέ.
«Haig sir?», ρώτησε ο Andrew.
«Δεν κόβεις τα αγγλικά λέω εγώ;»
«Eνοχλείστε;»
«Ναι, ενοχλούμαστε», απάντησα με τον πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας στον πληθυντικό της ευγενείας.
«Γιατί δεν προσπαθείτε να μιλήσετε κι’ εσείς Αγγλικά; Μπορεί να σας αρέσουν», είπε ενώ έβαζε τον έναν πάγο στο ποτήρι. Ωραίος. Θυμόταν το ποτό μου.
«Δεν μιλάω Αγγλικά γιατί μου θυμίζουν τη μάνα μου», είπα εγώ.
«Αγγλίδα;»
«Ναι, από το Σάνσουισκπορτ».
«Δεν το έχω ακουστά».
«Είναι είκοσι χιλιόμετρα έξω από το Μπέρδενμπουθ».
Ο Andrew έμοιαζε πανικόβλητος. Εντάξει, να μην ξέρει μία πόλη, αλλά δύο; Αυτό πήγαινε πολύ.
«Έχεις πάει στην Αγγλία;», του έδωσα εγώ τη χαριστική βολή, ρουφώντας λίγο χέιγκ.
«Είμαι εκεί από τα δεκαοχτώ μου κύριε».
«Δεν πέρασες πανελλήνιες ε;», πέταξα εγώ τη δεύτερη χαριστική βολή.
«Όχι κύριε. Πέρασα. Αλλά προτίμησα να σπουδάσω στην Οξφόρδη», είπε ο Andrew. Εκεί ψάρωσα λίγο. Οξφόρδη είν’ αυτή. Εδώ εγώ το λόουερ του Κέιμπριτζ πήρα και η μάνα μου καμάρωνε πέντε μήνες. Προτίμησα ν΄ αλλάξω κουβέντα.
«Μου είπε η Εύα τι κάνεις στην N.J. Ενδιαφέρον», είπα.
«Το πιο ενδιαφέρον είναι οι ιστορίες που ακούς από αυτούς που πίνουν», είπε. «Έχω μάθει πράγματα από πιωμένους που δεν θα τα μάθαινα και να έμενα είκοσι χρόνια στην Οξφόρδη. Sir», είπε ο Andrew. Κοίτα να δεις που ο Andrew δεν ήταν ο κλασσικός στόκος που περίμενα να είναι.
«Για πες μου μία», είπα. Αυτός με κοίταξε διερευνητικά, σαν να ήθελε να δει αν το εννοώ ή του κάνω πλάκα. Τον κοίταξα κι’ εγώ. Όχι πολύ διερευνητικά γιατί δεν ήθελα να φάω και ξύλο από τον στενότατο φίλο του, με εννοείτε. Είμαι διακριτικός εγώ, μέχρι να μου δώσεις αέρα.
«Θυμάμαι κάποιον που έπινε μόνος του στο Σκουφάκι», είπε o Αndrew. «Το ξέρεις το Σκουφάκι, ε;».
Ωραία ιστορία, σκέφτηκα. Ταυτίζομαι. Θα μπορούσα να είμαι κι’ εγώ αυτός ο τύπος που έπινε στο Σκουφάκι. Ναι το ήξερα το Σκουφάκι.
«Έπινε μπίρες, πολλές. Όταν του έπιασα κουβέντα είχε ήδη πιει οχτώ. Δεν ήταν μεθυσμένος, είχε όμως ζαλιστεί αρκετά», είπε ο Andrew.
O Andrew έβαλε και για τον εαυτό του ένα ποτό. Τζιν τόνικ. Συνέχισε να μιλάει όσο το ανακάτευε. «Ο Σωτήρης, έτσι τον λένε, μου είπε το λόγο που πίνει δώδεκα μπίρες μόνος του μια φορά το μήνα. Είχε κάποτε βάλει στοίχημα με έναν φίλο του για το ποιος θα πιει τις περισσότερες μπίρες χωρίς να μεθύσει. Αυτός που έχανε θα τις πλήρωνε όλες. Ο Σωτήρης έχασε».
«Και τον πείραξε τόσο πολύ;», είπα.
«Όχι, δεν τον πείραξε που έχασε. Με το που είχε φτάσει στις δέκα μπίρες είδε να περνάει έξω από το μπαράκι που έπιναν μια γυναίκα. Πολύ όμορφη. Ο Σωτήρης πήγε και της μίλησε αμέσως. Δεν δίστασε καθόλου γιατί είχε πιει κιόλας. Αυτή τη γυναίκα την παντρεύτηκε. Μετά από ένα χρόνο γάμου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Γι’ αυτό πίνει».
«Σοβαρά μιλάς τώρα;», είπα.
«Σίγουρα. Όσο υπάρχει και το Σάνσουισκπορτ και η μάνα σου είναι Αγγλίδα». Ευφυέστατος ο Andrew. Έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι η ιστορία του ήταν υπερβολικά κλισέ για να την ακούσεις από έναν απόφοιτο της Οξφόρδης.
«Εσύ γιατί πίνεις;», με ρώτησε.
«Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο», απάντησα. «Απλά μου αρέσει».
«Έχεις αλλά δεν τον ξέρεις ακόμα», μου είπε.
«Μαλακίες. Αυτά είναι ψυχαναλύσεις του κώλου», είπα.
«Διαφωνώ», είπε ο Andrew.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος. Οι μηχανές του γιοτ ήταν.
«Φεύγουμε», είπε ο Andrew. «Ξεκινάμε». Φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενος. Ωραίος τύπος είναι τελικά, σκέφτηκα. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα παρεξηγήσει ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είχα ασχοληθεί ελάχιστα μαζί τους. Έχω έναν ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτό: δεν θέλω να ασχοληθούν κι’ αυτοί περισσότερο μ’ εμένα. Έτσι είμ’ εγώ.
Μήπως αυτός είναι και ο λόγος που πίνω;
«Πώς να είναι να πεθαίνεις ρε συ;». Ήταν πριν από τρία χρόνια περίπου. Περπατούσαμε με τον Πάνο στην Πανεπιστημίου, μόλις είχαμε βγει από το σινεμά, μεταμεσονύκτια προβολή, Αύγουστος. Δεν θυμάμαι ποια ταινία. Δεν είχε πάντως σχέση με την ερώτησή μου.
«Βιάζεσαι να μάθεις;», είπε ο Πάνος. Δεν απάντησα αμέσως γιατί μου φάνηκε ότι αν βιαζόμουν να απαντήσω θα ήταν σαν να είχα απαντήσει χωρίς να πω τίποτα. Ήθελα, όμως, να πω κάτι.
«Απλά αναρωτιέμαι», είπα. Πέρασε ένα ταξί, μας έκανε νόημα με τα φώτα, για κούρσα έψαχνε.
«Εντάξει λοιπόν, πάμε να κάτσουμε κάπου να σου εξηγήσω», είπε.
«Γιατί, δεν μπορείς να μου πεις στο περπατητό;». Περπατούσαμε προς τη μηχανή του Πάνου.
«Όχι».
Βρήκαμε ένα πεζούλι. Κάτσαμε. Ανάψαμε τσιγάρο. Ένα ο καθένας. Η Αθήνα μύριζε απουσία. Ο Πάνος τράβηξε μια δυο τζούρες από το δικό του, το έσβησε και είπε:
«Όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών ο παππούς μου ο Σήφης ζούσε ακόμα. Είχαμε πάει στο χωριό, δεκαπενταύγουστος ήταν. Το χωριό δεν μου άρεσε ποτέ, είχα συνηθίσει στην Αθήνα. Το σνόμπαρα. Ένα απόγευμα, καθόμουν και διάβαζα, δεν θυμάμαι τι, στην αυλή. Ο παππούς μου ήρθε, αθόρυβα από πίσω μου, μ' ακούμπησε στον ώμο. “Πάνο, σε τρεις μήνες θα πεθάνω”, είπε. “Τι λες ρε παππού;”, είπα εγώ. “Μη στενοχωριέσαι, απλά θα πεθάνω αγόρι μου. Ήρθε η ώρα μου”. Τον κοίταξα. Το βλέμμα του ήταν σαν να μου είχε πει ότι θα πάει για τσιγάρα. Τόσο ανέκφραστος». Παύση ο Πάνος.
«Kαι;», είπα εγώ.
«Τι και;»
«Πέθανε;»
«Ναι».
«Σε τρεις μήνες;», ρώτησα.
«Όχι. Σε δυο χρόνια. Έπεσε έξω».
«Δεν καταλαβαίνω πού κολλάει αυτή η φάση με τον παππού σου», είπα.
«Αν ήμασταν σε ταινία, ο παππούς μου θα μου έλεγε ότι θα πέθαινε στις τρεις τα ξημερώματα σε τριανταπέντε μέρες από τώρα και θα πέθαινε. Δεν ζούμε σε ταινία όμως. Εντάξει μέχρι εδώ;»
«Συνέχισε».
«Το να πεθαίνεις και το να σκέφτεσαι ότι πεθαίνεις δεν έχει και μεγάλη διαφορά, νομίζω. Ο παππούς μου είχε αρχίσει να πεθαίνει πολύ καιρό πριν πεθάνει».
«Δεν μου απάντησες. Εγώ ρώτησα πώς να είναι όταν πεθαίνεις».
«Σκέψου ότι πεθαίνεις και θα καταλάβεις», είπε ο Πάνος.
«Μα δεν γίνεται».
«Γίνεται», είπε.
«Εσύ το έχεις κάνει;», είπα.
«Μια- δυο φορές».
«Ε τότε γιατί δεν μου λες πώς είναι;»
«Γιατί ο δικός μου θάνατος δεν σε αφορά».
Κι’ όμως, με αφορά ρε μαλάκα Πάνο. Με αφορά. Αυτό έπρεπε να πω τότε, γιατί αυτό ισχύει.
«Σωστό κι’ αυτό», είπα αντί για το «με αφορά ρε μαλάκα Πάνο».
«Μπα, βλακείες λέω», είπε και άναψε κι’ άλλο τσιγάρο.
«Γιατί;»
«Γιατί γι’ αυτά τα πράγματα υπάρχουν οι ειδικοί. Ποιος είμαι εγώ να σου πω το ένα και το άλλο;», είπε ο Πάνος.
«Ειδικοί;», ρώτησα.
«Ε ναι ρε συ. Όπως υπάρχουν οι ειδικοί για τα κρασιά υπάρχουν και οι ειδικοί για το θάνατο».
«Και πώς τους λένε; Θανατολόγους;»
«Νεκρούς», είπε.
«Πάλι καλά που έχουμε κι’ αυτούς», είπα. «Να ξέρουμε και τι μας γίνεται».
«Μην υποτιμάς την αξία των νεκρών ηλίθιε», είπε. «Υπάρχουν χωρίς να επιβαρύνουν κανέναν. Σαν συνταξιούχοι χωρίς σύνταξη».
«Τι υπάρχουν ρε;»
«Παντού τους βλέπεις. Βιβλία, τηλεόραση, μνημόσυνα, τάφοι, αναμνήσεις».
«Καλά περνάνε δηλαδή», είπα.
«Α δεν ξέρω. Δεν ρώτησα κανέναν. Δεν θα ήθελα να είμαι νεκρός πάντως».
«Ούτε κι’ εγώ».
«Ξέρεις ποια πιστεύω ότι είναι η μεγαλύτερη μαλακία που μπορεί να σου συμβεί όταν είσαι νεκρός;», ρώτησε.
«Ποια;»
«Το να μην έχεις πεθάνει».
«Ρεζιλίκι», είπα. Κάτσαμε για ένα δυο λεπτά χωρίς να πούμε τίποτα. Μετά περπατήσαμε μέχρι τη μηχανή του Πάνου. Καβαλώντας την μου είπε: «Σε ενενήντα χρόνια από τώρα θα πεθάνω». Γέλασε. Έπεσε έξω.
Σκέφτομαι πώς θα ήταν αν ο καθένας μας ήξερε το πόσο θα ζήσει. Μάλλον, αν όλοι είχαμε μια ημερομηνία λήξεως. Ημερομηνία καταλήξεως, πιο σωστά.
Ξυπνάμε π.χ όλοι αύριο και έχουμε μια τέτοια ημερομηνία, γραμμένη στον κώλο μας λέει. Το βλέπουμε στις τηλεοράσεις, το γράφουν οι εφημερίδες, μας έρχεται με SMS στα κινητά. Χαμός. Άλλοι να στραμπουλάνε πόδια γιατί δεν έχουν μεγάλο καθρέφτη σπίτι και ανέβηκαν σε καρέκλα για να δούνε τον κώλο τους στον τραπέζι του μπάνιου και έφαγαν τα μούτρα τους. Άλλοι να δείχνουν τον κώλο τους στον πρώτο τυχόντα:
«Συγγνώμη, τι γράφει;».
«2068. Α, τι ωραία σύμπτωση! Μαζί λήγουμε. Η Κατερίνα από δω είναι του ‘76».
«Γεννηθείς;»
«Όχι. Λήγει το 2076».
«Χάρηκα Κατερίνα. Αγησίλαος. Έχω κορίτσια ένα φίλο που έχει λήξει ήδη».
«Τα συλλυπητήρια μου».
«Μπα, δεν πέθανε ακόμα. Του είπαν να μην ανησυχεί και ότι όπου να ‘ναι θα τα τινάξει».
«Έκτακτα! Πάμε για κανέναν καφέ;»
«Γιατί όχι; Προλαβαίνουμε. Δεν προλαβαίνουμε Κατερίνα;»
«Αμέ. Εγώ έχω άλλα εβδομήντα χρόνια μπροστά μου!».
Σε γενέθλια:
«Πολύχρονος!»
«Με δουλεύεις;»
«Γιατί;»
«Κάνεις πώς δεν ξέρεις ρε καριόλη;E;»
«Όχι…εγώ…ορκίζομαι…δεν…».
To «είδα το θάνατό σου» θα γινόταν τίτλος τσόντας και άλλα τέτοια ευχάριστα θα συνέβαιναν. Πολλοί πάντως με το που θα μάθαιναν πότε θα πέθαιναν, θα σταματούσαν να ζουν. Θα περίμεναν απλά. Μουδιασμένοι. Άλλοι πάλι θα έριχναν ένα σάλτο από τον όγδοο. Μερικοί θα έψαχναν να βρουν ποιος τους κότσαρε την ημερομηνία για να λαδώσουν και να εξοικονομήσουν λίγα χρονάκια παραπάνω. Υποψιάζομαι ότι πολλοί θα έβρισκαν, επιτέλους, την υπέρτατη δικαιολογία. Εκεί που π.χ έλεγαν προηγουμένως «α, δεν μπορώ να κάνω το χψ γιατί δεν αισθάνομαι πολύ καλά ψυχολογικά» θα έλεγαν «α, δεν μπορώ να κάνω το χψ γιατί θα πεθάνω σε σαράντα χρόνια». Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρω τι θα συνέβαινε στους γιατρούς, τα βιολογικά προϊόντα, τις δίαιτες μακροζωίας, τους χορτοφάγους και τους στρατούς.
Ο κώλος πάντως της Μαρίας έγραφε. Σκέτο. Δεν ήταν η πιο ωραία εκεί μέσα, γιατί ήταν εκεί και η άλλη δίδυμη, η Μάρθα. Της έκανε χαλάστρα. Αν δεν ήταν η αδερφή της θα ήταν η πιο ωραία μέσα στο γιοτ. Ακούγαμε, όπως σας είπα, Barry White. Χωρίς να το πολυκαταλάβω, είχαμε βρεθεί να χορεύουμε, όπως χορεύεις όταν σε γουστάρει μια γκόμενα και τη γουστάρεις κι’ εσύ. Επειδή όμως είμαι άνθρωπος, και επειδή ο άνθρωπος είναι ον ανικανοποίητο, δεν μου έφτανε που ήξερα ότι θα πήδαγα μια από τις πιο ωραίες γκόμενες που έχω, όχι πηδήξει, αλλά μιλήσει στη ζωή μου. Όχι, δεν μου έφτανε. Ήθελα να ξέρω ότι θα μου καθόταν για μένα και όχι γιατί αυτό αποτελεί μέρος των υποχρεώσεών της στην N.J.
«Δεν ήταν πάντως σωστό αυτό που έκανες».
«Ποιο γλυκούλη;»
«Είπες ότι θα μου κάτσεις όταν φτάσουμε στη Νήσο Ψ γιατί εσείς στην N.J βοηθάτε τους συνανθρώπους σας».
«Και τι σε πείραξε ακριβώς;», απάντησε.
«Μου κάνεις τη χαζή;», είπα. Της έκανα τεράστιο κοπλιμέντο μ’ αυτή μου την ερώτηση.
Εκείνη έδειξε να θυμώνει. Σούφρωσε τα χείλη της, τα φρύδια της, και είχα και την εντύπωση ότι μίκρυνε και το στήθος της. Αλήθεια το λέω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια, δεν είχε μικρύνει το στήθος της, απλά αυτή έκανε λίγο πιο πίσω.
«Αργύρη, άκου. Το ότι θα πηδηχτούμε θα είναι το λιγότερο που θα κάνουμε στη Νήσο Ψ», είπε. Μου ήρθαν στο μυαλό όργια. Μετά μου έφυγαν γιατί θυμήθηκα την Εύα. «Είναι τιμή σου που έρχεσαι μαζί μας. Δεν το έχεις καταλάβει ακόμα, αλλά θα δεις». Τιμή μου λέει; Δεν έβλεπε που είχα σηκώσει σημαία από την υπερηφάνεια; Είχε να μου έρθει τόσο στενό ένα παντελόνι από το λύκειο που το έπαιζα, και καλά, μέταλλο.
«Εντάξει, εντάξει. Μην αρπάζεσαι», είπα.
Δεν είπαμε άλλα. Χορέψαμε για ένα δυο λεπτά ακόμα. Ο ήλιος είχε βγει από την ανατολή, ως όφειλε, κι’ εγώ συνέχιζα να λικνίζομαι, δευτερευόντως, και να την πασπατεύω, πρωτευόντως. Το μαλλιά της μύριζαν ακόμα καρύδα. Το γιοτ ήταν ακόμα ροζ, ο dj το γύρισε από Barry White σε Marvin Gaye και με άφησε λέγοντάς μου: «Κοίτα να γνωρίσεις κι’ άλλο κόσμο εδώ γύρω. Θα σου κάνει καλό». Την είδα να κατευθύνεται προς τον τύπο που είχα ανακοινώσει πιο πριν τα του διαγωνισμού.
Άρχισαν να χορεύουν. Χόρευε όπως μ’ εμένα, μόνο που δεν ήμουν εγώ αυτός ο τύπος. Πήρα τη μυρωδιά καρύδα από το χέρι και κατευθυνθήκαμε προς το μπουφεμπάρ. Εκεί που ήταν ο μπούφος ο Andrew. Άλλοι κάνουν τον κινέζο, αυτός έκανε τον Άγγλο. Ηλίθιοι. Δεν θα πάρετε μουντιάλ ποτέ.
«Haig sir?», ρώτησε ο Andrew.
«Δεν κόβεις τα αγγλικά λέω εγώ;»
«Eνοχλείστε;»
«Ναι, ενοχλούμαστε», απάντησα με τον πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας στον πληθυντικό της ευγενείας.
«Γιατί δεν προσπαθείτε να μιλήσετε κι’ εσείς Αγγλικά; Μπορεί να σας αρέσουν», είπε ενώ έβαζε τον έναν πάγο στο ποτήρι. Ωραίος. Θυμόταν το ποτό μου.
«Δεν μιλάω Αγγλικά γιατί μου θυμίζουν τη μάνα μου», είπα εγώ.
«Αγγλίδα;»
«Ναι, από το Σάνσουισκπορτ».
«Δεν το έχω ακουστά».
«Είναι είκοσι χιλιόμετρα έξω από το Μπέρδενμπουθ».
Ο Andrew έμοιαζε πανικόβλητος. Εντάξει, να μην ξέρει μία πόλη, αλλά δύο; Αυτό πήγαινε πολύ.
«Έχεις πάει στην Αγγλία;», του έδωσα εγώ τη χαριστική βολή, ρουφώντας λίγο χέιγκ.
«Είμαι εκεί από τα δεκαοχτώ μου κύριε».
«Δεν πέρασες πανελλήνιες ε;», πέταξα εγώ τη δεύτερη χαριστική βολή.
«Όχι κύριε. Πέρασα. Αλλά προτίμησα να σπουδάσω στην Οξφόρδη», είπε ο Andrew. Εκεί ψάρωσα λίγο. Οξφόρδη είν’ αυτή. Εδώ εγώ το λόουερ του Κέιμπριτζ πήρα και η μάνα μου καμάρωνε πέντε μήνες. Προτίμησα ν΄ αλλάξω κουβέντα.
«Μου είπε η Εύα τι κάνεις στην N.J. Ενδιαφέρον», είπα.
«Το πιο ενδιαφέρον είναι οι ιστορίες που ακούς από αυτούς που πίνουν», είπε. «Έχω μάθει πράγματα από πιωμένους που δεν θα τα μάθαινα και να έμενα είκοσι χρόνια στην Οξφόρδη. Sir», είπε ο Andrew. Κοίτα να δεις που ο Andrew δεν ήταν ο κλασσικός στόκος που περίμενα να είναι.
«Για πες μου μία», είπα. Αυτός με κοίταξε διερευνητικά, σαν να ήθελε να δει αν το εννοώ ή του κάνω πλάκα. Τον κοίταξα κι’ εγώ. Όχι πολύ διερευνητικά γιατί δεν ήθελα να φάω και ξύλο από τον στενότατο φίλο του, με εννοείτε. Είμαι διακριτικός εγώ, μέχρι να μου δώσεις αέρα.
«Θυμάμαι κάποιον που έπινε μόνος του στο Σκουφάκι», είπε o Αndrew. «Το ξέρεις το Σκουφάκι, ε;».
Ωραία ιστορία, σκέφτηκα. Ταυτίζομαι. Θα μπορούσα να είμαι κι’ εγώ αυτός ο τύπος που έπινε στο Σκουφάκι. Ναι το ήξερα το Σκουφάκι.
«Έπινε μπίρες, πολλές. Όταν του έπιασα κουβέντα είχε ήδη πιει οχτώ. Δεν ήταν μεθυσμένος, είχε όμως ζαλιστεί αρκετά», είπε ο Andrew.
O Andrew έβαλε και για τον εαυτό του ένα ποτό. Τζιν τόνικ. Συνέχισε να μιλάει όσο το ανακάτευε. «Ο Σωτήρης, έτσι τον λένε, μου είπε το λόγο που πίνει δώδεκα μπίρες μόνος του μια φορά το μήνα. Είχε κάποτε βάλει στοίχημα με έναν φίλο του για το ποιος θα πιει τις περισσότερες μπίρες χωρίς να μεθύσει. Αυτός που έχανε θα τις πλήρωνε όλες. Ο Σωτήρης έχασε».
«Και τον πείραξε τόσο πολύ;», είπα.
«Όχι, δεν τον πείραξε που έχασε. Με το που είχε φτάσει στις δέκα μπίρες είδε να περνάει έξω από το μπαράκι που έπιναν μια γυναίκα. Πολύ όμορφη. Ο Σωτήρης πήγε και της μίλησε αμέσως. Δεν δίστασε καθόλου γιατί είχε πιει κιόλας. Αυτή τη γυναίκα την παντρεύτηκε. Μετά από ένα χρόνο γάμου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Γι’ αυτό πίνει».
«Σοβαρά μιλάς τώρα;», είπα.
«Σίγουρα. Όσο υπάρχει και το Σάνσουισκπορτ και η μάνα σου είναι Αγγλίδα». Ευφυέστατος ο Andrew. Έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι η ιστορία του ήταν υπερβολικά κλισέ για να την ακούσεις από έναν απόφοιτο της Οξφόρδης.
«Εσύ γιατί πίνεις;», με ρώτησε.
«Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο λόγο», απάντησα. «Απλά μου αρέσει».
«Έχεις αλλά δεν τον ξέρεις ακόμα», μου είπε.
«Μαλακίες. Αυτά είναι ψυχαναλύσεις του κώλου», είπα.
«Διαφωνώ», είπε ο Andrew.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος. Οι μηχανές του γιοτ ήταν.
«Φεύγουμε», είπε ο Andrew. «Ξεκινάμε». Φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενος. Ωραίος τύπος είναι τελικά, σκέφτηκα. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα παρεξηγήσει ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είχα ασχοληθεί ελάχιστα μαζί τους. Έχω έναν ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτό: δεν θέλω να ασχοληθούν κι’ αυτοί περισσότερο μ’ εμένα. Έτσι είμ’ εγώ.
Μήπως αυτός είναι και ο λόγος που πίνω;
33 Comments:
Ε ψιτ..monsieur..από αυτό που πίνετε..ξέρετε ποιό λέω..δώστε μας κι εμάς..γιατί ζηλεύουμε την πειθαρχία του ειρμού στις ιστορίες σας..ειδικά σ' αυτό το part..
Πολύ ωραία και θανατηφόρα Πασκάλ αλλά αργεί πολύ ακόμα το ψητό;;;;;;;
Ε μα πιά στο τέλος θα την πέσω ΕΓΩ στην ΜΑρία Σ;)
Ψαχτηκα, και ειμαι λευκος, δεν ληγω επισημα. Ωραιος. Πως σου φαινεται ο Τζοναθαν;
Αγαπητέ μου αγαπημένε συγγραφέα αυτή την συγκεκριμένη περίοδο (ούτε η Μ. σου τόσο groupie πιά!),
συνεχίζεις πολύ ωραία τη φιλοσοφικοδιανοουμενίστικη βόλτα του Αργύρη στα καλντερίμια του μυαλού (είδες άμα θέλω;).
Ναι. Το λέω πιά βροντοφωνάζοντας: ο Αργύρης είναι νουάρ και ελπίζω σύντομα νουάρ (από το ξύλο) να γίνει και ο Ηλίας.
Τί οίστρος, τι ειρμός (σωστά επισημαίνει η sorry girl), τι τέμπο!
Δύο μόνο σημεία θα επισημάνω εδώ:
1. Τις δύο αγαπημένες μου φράσεις από αυτό το παρτ:
"Είχε να μου έρθει τόσο στενό ένα παντελόνι από το λύκειο που το έπαιζα, και καλά, μέταλλο."
και:
"Άλλοι κάνουν τον κινέζο, αυτός έκανε τον Άγγλο. Ηλίθιοι. Δεν θα πάρετε μουντιάλ ποτέ."
Το πήραμε το 1966. Θα το ξαναπάρουμε (δεν μπορεί) ως το 2066. Ο πληθυντικός οφείλεται στην καταγωγή μου από το Σάνσουισκπορτ.
2. Τη συζήτηση περί ημερομηνίας λήξης. Πολλοί ωραίοι συλλογισμοί. Ήθελα όμως να σου πω ότι τελικά δεν αλλάζουν και τόσα πολλά όταν ξέρεις πότε θα πεθάνεις. Συνεχίζεις να ζεις με τον ίδιο ηλίθιο τρόπο -σαν να μην πρόκειται να πεθάνεις ποτέ. Ακόμη κι εγώ που γνωρίζω ότι θα πεθάνω το 2053 (όχι δεν το γράφει στον κώλο μου), δεν κάνω τίποτα διαφορετικό από όλον τον υπόλοιπο κόσμο που δεν ξέρει τι του ξημερώνει.
Τέλος πάντων. Ας μην μονοπολώ. Οι θαυμασταί σου περιμένουν να σε αποθεώσουν. Είμαι σίγουρη.
sorry: ε μα δεν πίνω και πολύ. Ούτε κάθε μέρα. Όντως πάντως το ποτό μου είναι το χέιγκ με ένα πάγο. Αυτό το παρτ το έγραψα τελείως νηφάλιος πάντως. Ευχαριστώ για τα περί ειρμού και πειθαρχίας. Ωραία ακούγονται.
μαύρος γάτος: Καλώς ή κακώς, έχει πολύ ακόμα πιστεύω. Το ξεκίνησα ως μικρό αλλά βγαίνει μεγάλο. Ωραίο δεν είναι να το περιμένεις μικρό και να σου βγαίνει μεγάλο;
averel: Το ωραίος πάει σ' εσένα; Τό ξερα ότι είσαι ένα ψώνιο που το κρύβει επιμελώς. Λοιπόν, δεν έχω διαβάσει πολύ Τζόναθαν αλλά μέχρι τώρα είναι αρκετά ενδιαφέρον. Μπορεί να είμαι ψείρας, αλλά με χαλάει λίγο η μετάφραση πάντως.
ιφιμέδεια: Ναι αμέ. θα το ξαναπάρετε. Σίγουρα. Μέχρι το 2099, που θα έχουμε λήξει όλοι. Ωραίες οι παρατηρήσεις σου, δεν κουράζεις κανέναν, μην ανησυχείς.
Χμμ.. Οσο πάει δυναμώνει. Εμπαινε!:-)
θα πάρουμε μουντιάλ ρε μουνοπανά...
θα πάρουμε μουντιάλ ρε μουνοπανά...
όποιος θέλει να μου δείξει τον κώλο του να του πώ πότε θα πεθάνει είναι ευπρόσδεκτος!
Το καθίκι από το Sunswisksport & Berthenbooth να μη μιλάει γιατί προχθές τον ήπιανε στην Conference North...
Μουντιάλ μια φορά θα πάρουμε, που να χτυπιέσαι ρε!
Ωραίο το εσχατολογικό break!
Να προστείνω τσόντα hardcore φετιχιστική?
"Ειδα τη ζωή μέσα από το θάνατό σου".
Καλώς καλώς, πολύ ωραία σού βγαίνει, συνέχισε έτσι....
Σ;)))
Ωραίο το κόλπο με το άγχος για το πότε θα πεθάνεις. Ξεχνάς να αγχωθείς για το πότε θα ζήσεις. Δοκιμασμένα μιλάω έτσι;
Πάντως, αν δεν ανυπομονούσα να διαβάσω για το πήδημα -θα παρακαλούσα να το τραβήξεις καμιά εφτακοσαριά επεισόδια. Δε μας παίρνει να το δούμε λίγο φλας μπακ του δε φιούτσερ -ξέρεις, αμερικανιά κατάσταση "το είδα στον ύπνο μου"; Όχι ε; Καλά, δεν πειράζει -κι έτσι όπως πάει το γουστάρω κάργα.
Ναι αλλά πήγαμε πιο μεθυσμένοι στο γήπεδο από τους φλώρους της Soulisthinberry & Cresteenshire North Riverside Fun Club
Μουντιάλ στους Άγγλους ρε μουνιάάάάάά...
Για εσενα πηγαινε το ωραιος ρε. Εγω ειμαι απλα πανεμορφος
"Spuro, val'ena Haig me ena pago sto kurio stin akri tis baras...Pas Kal-a? Oxi auton me to Bulgari, re! Ston allo, dipla tou, pou exei to kinito tou kleisto..."
Min to likseis man...Keep writing!
Γίγαντα σου την πέσανε οι σπάμηδες.
Βρέ πρόστυχε,στον κόλο βρήκες να το γράψεις,δεν μπορούσες στο βυζί που είναι και πιό σικ όπως στην Αγία Αθανασία του Αιγάλεω;
Ξαναέφτασες στο έπίπεδο του part one που παρέμενε αξεπέραστο!
Στο επόμενο gathering θα έρθω μόνο και μόνο για ένα σου αυτόγραφο!
Να είστε καλά αγαπητέ μου... μου φτιάξατε τη μέρα...
Εγώ δεν θέλω να ξέρω πότε. Θα' θελα να ξέρω ότι ποτέ!
Πολυ καλο ποστ.
ζερο.
Γράφεις μυθιστόρημα σιγά σιγά?
Καλά κάνεις :D
Εκουζουλανες μας μωρε Πασχαλη...Ηντα αλλο θα μας πεις...Γροικουμεσε με αγωνια...Γεια σου συντεκνε...
kopsetonmpafo
rodia: θα μπω, θα μπω
kunelina: ευχαριστώ
matron: πάντως με το που θα δει κάποιος τον δικό σου θα τα τινάξει σίγουρα.
tomboy: ενδιαφέρον τίτλος, γιατί όχι;
motorcycle boy: Ρε, τους είδα τους σπάμηδες αλλά βαριέμαι να ασχοληθώ. Όσο για την ιδέα σου, δεν ξέρω να σου πω. Ούτε κι' εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει παρακάτω...
oi skies: γράφω, don't worry
αθεόφοβος: αν το έγραφε στο βυζί, οι άντρες πώς θα ξέρανε ρε πότε θα λήξουν; Ε; :PPP
mavridalia: Δεν δίνω αυτόγραφα. Το έκοψα εδώ και ένα μήνα το συνήθειο :)))
nada: Τίποτα, ευχαρίστησίς μου
αλεπού: είσαι μια πονηρή εσύ...
zero: ευχαριστώ, pascal
χαμένο κορμί: δεν ξέρω πόσο μεγάλο θα βγει...θα δείξει.
λύκος: γεια και σε σένα κοπέλι
deaddisney: επιτέλους! Καλώς ήλθατε κύριε! Είμαι φαν σας (ανεμιστήρας δηλαδή) εδώ και πολύ καιρό. Συνεχίστε με τον ίδιο ρυθμό και την ίδια καφρίλα!!!
προς άγγλους οπαδούς: suck me, you loosers. Ζιντάν ρε μουνόπαναααααα
Καλα αυτός ο Αργύρης μου ξυπνάει τον διεστραμμένο μου εαυτό. Θέλω να τον βάλω στο σέικερ και να τον χτυπάω μέχρι να γίνει φρεντοτσίνο κάραμελ. Επίσης μου ξύπναει και το άλλο με τη βρεγμένη σανίδα. Να σαι καλά βρε αμπελοφιλόσοφε. :-P
Έμπαινε αγόραρε!!!
Ο Αργύρης σκίζει!
:^)
(αλλά πρέπει να μάθουμε και γιατί κατουράει αίμα κάποια στιγμή, πριν λήξουμε...)
Ελα το "ΔΕΚΑ" το καλο...
Ελα το "ΔΕΚΑ" με τονο...
Ελα το "ΔΕΚΑ" μπαστουνι να κανουμε χρωμα στο ποκερ...
Ελα στο θειο...
Eπειδή πραγματικά έχω ταυτιστεί με τον ήρωα (Αργύρη), κάνε κάτι να πηδήξει και τις δυο δίδυμες together...
Please!
evie: τίποτα...
just_me: Ναι ε; Αν το βρεις πες μου κι' εμένα.
mpampakis: Κατουρούσε αίμα. Τώρα του πέρασε. Κάτσε ντε, αυτό θα το μάθουμε προς το τέλος. Έχει αρκετό ακόμα.
λύκος: ήρθα
civil: χλωμό το κόβω.
To «είδα το θάνατό σου» θα γινόταν τίτλος τσόντας
Πόσες φορές έχω πει ότι δεν σε ξαναδιαβάζω στη δουλειά; Ε; Ε;
Αλλά δεν άντεχα... είσαι από τα πρώτα μπλογκ που άνοιξα και ανταμοίφθηκα με πέντε νέα παρτ Αργύρη!!
Πεθαίνω λέμε, το έχεις πάει πολύ μακριά, και αυτές οι φάσεις που αφαιρείται ή κρίνει τους γύρω του με βάση τελείως εκτροχιασμένες ιδέες/απόψεις είναι το καλύτερό μου... Πάω στο τεν ολοταχώς, απλά δεν άντεξα να μη σχολιάσω μέχρι το τέλος!
ΥΓ. Μήπως θα χτυπήσει ο Ηλίας το δίδυμο όνειρο τελικά; Μα γιατί τον εξιλέωσες, μου λες; Τον γούσταρα κακόμοιρο φαντασμένο καθίκι...
Ok, διάβασέ το και πες μου και για το παρτ τεν. Τον Ηλία δεν τον εξιλέωσα. Ακόμα.
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε