Αργύρης (παρτ έιτ)
Οι Μποεμβέ
Πήγα και βρήκα τη Μαρία. Μιλούσε μ’ έναν μελαχρινό κύριο που φορούσε t-shirt «Άννα Βίσση». Δεν είχα ξαναδεί t-shirt «Άννα Βίσση». Ήταν, εν ολίγοις, η πρώτη φορά που έβλεπα τέτοιο πράγμα. Δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο, βέβαια. Ένα λευκό t-shirt με τη φάτσα της Άννας Βίσση ήταν, που έγραφε «Anna Vissi». Αν είχε τη φάτσα του Χατζηγιάννη θα ήταν ένα t-shirt «Χατζηγιάννης». Αν είχε ένα κροκοδειλάκι θα ήταν ένα t-shirt «Lacoste». Αν είχε και κροκοδειλάκι και τη φάτσα της Άννας Βίσση, αυτό θα σήμαινε ότι η Άννα είχε κάνει διεθνή καριέρα. Μπράβο της. Τη συμπαθώ την Άννα γιατί ταιριάζουμε. Έχω κι’ εγώ ένα t-shirt Rolling Stones, δηλαδή. Η Μαρία φάνηκε ότι χάρηκε που με είδε, εγώ δεν είχα πιστόλι στην τσέπη μου, εκείνη μ’ έπιασε απ’ το χέρι, το πιστόλι έγινε από τριαντοχτάρι σπέσιαλ, σαρανταπεντάρι μάγκνουμ, και είπε:
«Μωρό μου, να σου γνωρίσω τον Βασίλη. Βασίλη, ο Αργύρης».
«Φρόντισε να μας συστήσει σε όλους ο φίλος σου», είπε ο Βασίλης. Μου φάνηκε ότι το είπε λίγο ειρωνικά. Δεν συνηθίζω να δίνω σημασία σε όσους ειρωνεύονται λίγο. Τους βρίσκω δειλούς. Σαν να σε χαστουκίζουν με βαμβάκι. Αν θες να με ειρωνευτείς κάν’ το σωστά. Κότα.
«Χάρηκα για τη γνωριμία Μπιλ», είπα. «Μέλος της N.J κι’ εσύ ε;»
«Ο Βασίλης είναι από τους πιο παλιούς», είπε η Μαρία και μου χάιδεψε το χέρι. «Να σου φέρω ένα ποτό γλυκούλη;», προσφέρθηκε η always πρόθυμη Μαρία.
«Ένα χέιγκ μ’ ένα πάγο. Ευχαριστώ». Η Μαρία κατευθύνθηκε προς τον μπουφέ, δίνοντάς μου την ευκαιρία να θαυμάσω ακόμα μια φορά τη γεωμετρία του πισινού της. Βρισκόταν ακριβώς εκεί που έπρεπε: ούτε πολύ ψηλά, ούτε πολύ χαμηλά. Ήταν όσο μεγάλος έπρεπε και, το καλύτερο, υπογραμμιζόταν από ένα στρινγκ, το οποίο ίσα- ίσα που ξεχώριζε κάτω από το άσπρο της φόρεμα.
«Δεν σ' έχω ξαναδεί. Φίλος των κοριτσιών ε;», είπε ο Μπιλ. Αυτή τη φορά με ειρωνεύτηκε λιγότερο.
«Ναι», απάντησα μονολεκτικά, όχι γιατί δεν μπορούσα να απαντήσω πολυλεκτικά αλλά γιατί ήθελα να το παίξω βαρύ πεπόνι και σιγά ρε φίλε ποιος είσαι εσύ και χάρη σου κάνω που σου μιλάω κιόλας και τέτοια.
Ο Βασίλης κοίταξε δεξιά. Μετά αριστερά. Μετά ευθεία. Αν κοίταζε κάτω θα έβλεπε το γαλάζιο χαλί. Χαλάκι.
Στην ευθεία που κοίταξε έτυχε να βρίσκομαι εγώ, οπότε, αναπόφευκτα, κοίταξε εμένα. «Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε», είπε.
«Ποιο πράγμα;», ρώτησα.
«Το ταξίδι», είπε.
«Α, το ταξίδι», είπα εγώ όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. «Τι κάνεις ακριβώς στην N.J;», τον ρώτησα.
«Αγοράζω CD», μου είπε.
Έκανα πως κατάλαβα χωρίς να έχω καταλάβει. Πολύ μ’ αρέσει να το κάνω αυτό. Ειδικά στο σχολείο ήμουν ο καλύτερος. Κοίταζα τους καθηγητές με τέτοιο τρόπο που νόμιζαν ότι όχι μόνο καταλάβαινα τα πάντα αλλά ότι τα ήξερα πριν καν τα πούνε. Άπαιχτος. Στο πανεπιστήμιο δεν χρειαζόταν να το κάνω γιατί ήμασταν τόσοι πολλοί στα αμφιθέατρα που δεν είχε νόημα. Οι καθηγητές δεν ήξεραν καν ποιος είμαι. Ούτε αυτοί ήξεραν ποιοι ήταν, οι περισσότεροι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Πριν από μερικές μέρες αγόρασα πέντε χιλιάδες CD του ΧΨΖ. Θα γίνει σίγουρα χρυσό», είπε. «Μ’ αρέσει να βοηθάω νέους καλλιτέχνες. Αυτό κάνω στην N.J», ρούφηξε αυτάρεσκα το ποτό του ο Βασίλης.
Δεν αναφέρω το όνομα του ΧΨΖ γιατί δεν θέλω να δημιουργήσω προβλήματα και δεν μου αρέσει και η διαφήμιση. Είναι πάντως ωραίο παιδί, από αυτά που γελάνε στον Πειραιά και τα δόντια τους φαίνονται στην Πετρούπολη. Τώρα, θα μου πείτε, γιατί ανέφερες το όνομα της Άννας; Πρώτον γιατί τη συμπαθώ και δεύτερον γιατί η Αννούλα δε χρειάζεται άλλη διαφήμιση. Όσοι χρειάζονται πάντως, δεν πρόκειται να την πάρουν από εμένα.
«Και τι τα κάνεις τόσα ίδια CD;», τον ρώτησα.
«Τα κρατάω. Έχω ένα ειδικό χώρο που τα έχω όλα», μου είπε.
«Τόσα ίδια CD; Γιατί;», ρώτησα εγώ.
«Γιατί αν τα πέταγα θα μόλυνα το περιβάλλον», είπε. Σωστός.
Θυμήθηκα ότι όταν ασχολιόμουν περισσότερο με τη μουσική και αγόραζα CD, είχα μαζέψει αρκετά ίδια CD από διαφορετικούς καλλιτέχνες. Μπορεί και να κάνω λάθος. Δεν ξέρω. Εμένα πάντως μου έμοιαζαν. Τώρα δεν αγοράζω CD, τα κατεβάζω από το Internet. Είναι παράνομο, λένε. Σιγά. Λογικό είναι. Παράνομο είναι να έχεις λεφτά και να μην αγοράζεις, όχι να μην έχεις και να μην αγοράζεις. Αφού δεν έχεις, πώς να αγοράσεις; Αυτά τα λένε οι τράπεζες για να παίρνουμε δάνεια. Λέω εγώ.
«Εσύ τι κάνεις στην N.J;», είπε ο Βασίλης. «Ή μήπως είσαι ακόμα πολύ καινούριος και δεν ξεκίνησες ακόμα;».
«Δεν ξεκίνησα ακόμα», είπα εγώ. «Αλλά δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσα να κάνω και κάτι», συνέχισα παίζοντάς το ψιλοπροβληματισμένος. Δεν ήθελα να μπω σε καμιά N.J. Σε ένα συγκεκριμένο μέλος της N.J, σίγουρα. Μα γιατί αργούσε τόσο;
«Μπα, έτσι νόμιζα κι’ εγώ. Μέχρι που διάβασα κάπου ότι για να γίνει χρυσός ένας δίσκος στην Ελλάδα χρειάζονται μόλις 10.000 πωλήσεις και μου ήρθε η ιδέα», είπε ο Βασίλης. Παρατήρησα ότι όση ώρα μιλούσαμε ο Βασίλης έπαιζε με το ένα χέρι ένα μάτσο κλειδιά. Το μπρελόκ ήταν μπεεμβέ. Είχε, δηλαδή, το σηματάκι της μπεεμβέ. Ήταν όμως Μποεμβέ ο Βασίλης;
Οι Μποεμβέ είναι μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια υπάρχουν, αλλά δεν θα τους έλεγαν έτσι αν δεν επινοούσαμε τη λέξη εγώ και ο Πάνος. Ο κολλητός μου που σκοτώθηκε. Ναι, αυτός. Οι Μποεμβέ είναι από τριάντα μέχρι πενήντα χρονών και έχουν αρκετά χρήματα ώστε να μην δουλεύουν. Ζουν στο κέντρο μεγαλουπόλεων και περνάνε το χρόνο τους πίνοντας καφέ, διαβάζοντας τις καλλιτεχνικές στήλες και πηγαίνοντας σε εκθέσεις, μουσεία κ.λπ. Ξέρουν πολλά από τέχνη, δεν παράγουν τίποτα από τέχνη και έχουν πάντα ένα ύφος «ψαγμένου». Αρχίζουν συνήθως τις συζητήσεις τους με ένα «θυμάμαι τότε που φάγαμε στο Μπατόν Σαλέ, με τον Σιρμιφλιούσκιν, και μου είπε ότι το σινεμά σήμερα περνάει μια, στην ουσία, ηθική κρίση» και άλλες τέτοιες ανοησίες. Φοράνε συχνότατα φουλάρια, το χειμώνα κασκόλ και οδηγούν μπεεμβέ. Δεν είναι πραγματικά ψαγμένοι, ούτε έχουν πραγματική κουλτούρα. Τους λείπει το απαραίτητο IQ για όλ’ αυτά. Επιπλέον, δεν είναι πολύ πλούσιοι. Αν ήταν δεν θα οδηγούσαν μπεεμβέ. Δεν θα οδηγούσαν καθόλου. Είναι art victims. Είναι αυτοαναφορικοί. Είναι βαρετοί. Είναι ξενέρωτοι. Όταν όμως έχεις λεφτά, σου το λένε πολύ σπάνια ότι είσαι ένας αυτοαναφορικός βαρετός ξενέρωτος. Ε ρε τι τραβάνε και οι φραγκάτοι…
Τέτοια κάναμε με τον Πάνο και άλλα πολλά. Είχαμε πολύ γέλιο με τον Πάνο. Και κλάμα είχαμε μερικές φορές, όταν κάτι πήγαινε όπως δεν έπρεπε να πάει. Κατά διαόλου δηλαδή. Αλλά δεν κλαίγαμε γιατί είμαστε άντρες. Κλαίγαμε από μέσα μας και γελούσαμε απ’ έξω μας. Το κακό είναι ότι όταν κλαις από μέσα σου γεμίζει το στομάχι σου δάκρυα. Και όταν γεμίζει το στομάχι σου δάκρυα σου κόβεται η όρεξη και δεν τρως τίποτα. Ε ρε τι τραβάνε και οι άντρες…
Τελικά ο Βασίλης δεν ήταν Μποεμβέ, γιατί όταν ο μαύρος dj το γύρισε σε Barry White με ρώτησε «Τι ακούμε;». Αν ήταν Μποεμβέ θα τον ήξερε τον Barry White. Σίγουρα.
«Barry White», είπα εγώ.
«Α δεν τον ξέρω», είπε. «Καινούριος;».
«Ναι, καινούριος», είπα εγώ. Πάω στοίχημα ότι το σημείωσε στον εγκέφαλό του για να αγοράσει CD.
Είδα τη Μαρία να έρχεται. Μαζί με τον πισινό της, ευτυχώς. Δεν το είδα, γιατί ερχόταν ανφάς, αλλά τον ένιωσα όταν με ακούμπησε. Επίτηδες, πάω στοίχημα.
«Το ποτό σου γλυκούλη», μου έδωσε το χέιγκ και τσούγκρισα με το δικό της που ήταν ροζ.
Φαντάστηκα την ιδανική Barry White σκηνή. Εγώ με ένα μπουρνούζι και το Bulgari ρολόι μου, να κρατάω δύο κοκτέιλ και η Μαρία ξαπλωμένη στον καναπέ, με τα εσώρουχά της. Εγώ να περπατάω προς το μέρος της αργά, όπως περπατάς όταν ακούς Barry White και το παίζεις γκόμενος. Περπατάς αργά, με έμφαση στους ώμους σου. Δεξί πόδι μπροστά, σηκώνεται ελαφρά ο αριστερός ώμος. Αριστερό πόδι μπροστά, σηκώνεται ελαφρά ο δεξιός ώμος. Αυτή να με κοιτάει μία στα μάτια και μία εκεί που πρέπει. Δεξί πόδι, στα μάτια, αριστερός ώμος, εκεί που πρέπει, αριστερό πόδι, στα μάτια, δεξιός ώμος, εκεί που πρέπει. Θα πίναμε πολύ, θα μεθούσαμε αφροδισιακά και μετά θα κάναμε αυτό που πρέπει. Αποφάσισα ότι μoυ άρεσε ο Barry White.
«Κοίτα γλυκούλη, ξημερώνει», είπε η Μαρία και έδειξε προς τη Δύση. Αν το δείτε σημειολογικά, καλά έκανε.
«Ναι», λακώνισα πάλι εγώ.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;», μου είπε. Ο Βασίλης εν τω μεταξύ είχε πιάσει κουβέντα με τον ντόκτορ που μου είχε κάνει την ένεση καφείνης.
«Τι;», είπα εγώ. Μου άρεσε το άρωμα των μαλλιών της. Καρύδα. Το μάγκνουμ κούνησε το κεφάλι του επικροτώντας το καλό μου γούστο.
«Ότι όπου να’ ναι ξεκινάμε για τη Νήσο Ψ», απάντησε.
«Τι θα κάνουμε εκεί;», ρώτησα εγώ.
«Εμείς οι δύο ξέρεις τι θα κάνουμε γλυκούλη», μου είπε και έπιασε τη λαβή του μάγκνουμ.
«Ναι, αλλά γιατί πάμε όλοι εμείς εκεί;», επέμεινα εγώ.
«Για να συναντήσουμε τον Μεγάλο Δάσκαλο», απάντησε. «Μας περιμένει γλυκούλη».
Δεν ρώτησαν ποιος ήταν ο «Μεγάλος Δάσκαλος». Βαρέθηκα. Σκέφτηκα ότι θα έβλεπα ποιος ήταν με το που θα φτάναμε στη Νήσο Ψ. Λάθος μου.
Πήγα και βρήκα τη Μαρία. Μιλούσε μ’ έναν μελαχρινό κύριο που φορούσε t-shirt «Άννα Βίσση». Δεν είχα ξαναδεί t-shirt «Άννα Βίσση». Ήταν, εν ολίγοις, η πρώτη φορά που έβλεπα τέτοιο πράγμα. Δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο, βέβαια. Ένα λευκό t-shirt με τη φάτσα της Άννας Βίσση ήταν, που έγραφε «Anna Vissi». Αν είχε τη φάτσα του Χατζηγιάννη θα ήταν ένα t-shirt «Χατζηγιάννης». Αν είχε ένα κροκοδειλάκι θα ήταν ένα t-shirt «Lacoste». Αν είχε και κροκοδειλάκι και τη φάτσα της Άννας Βίσση, αυτό θα σήμαινε ότι η Άννα είχε κάνει διεθνή καριέρα. Μπράβο της. Τη συμπαθώ την Άννα γιατί ταιριάζουμε. Έχω κι’ εγώ ένα t-shirt Rolling Stones, δηλαδή. Η Μαρία φάνηκε ότι χάρηκε που με είδε, εγώ δεν είχα πιστόλι στην τσέπη μου, εκείνη μ’ έπιασε απ’ το χέρι, το πιστόλι έγινε από τριαντοχτάρι σπέσιαλ, σαρανταπεντάρι μάγκνουμ, και είπε:
«Μωρό μου, να σου γνωρίσω τον Βασίλη. Βασίλη, ο Αργύρης».
«Φρόντισε να μας συστήσει σε όλους ο φίλος σου», είπε ο Βασίλης. Μου φάνηκε ότι το είπε λίγο ειρωνικά. Δεν συνηθίζω να δίνω σημασία σε όσους ειρωνεύονται λίγο. Τους βρίσκω δειλούς. Σαν να σε χαστουκίζουν με βαμβάκι. Αν θες να με ειρωνευτείς κάν’ το σωστά. Κότα.
«Χάρηκα για τη γνωριμία Μπιλ», είπα. «Μέλος της N.J κι’ εσύ ε;»
«Ο Βασίλης είναι από τους πιο παλιούς», είπε η Μαρία και μου χάιδεψε το χέρι. «Να σου φέρω ένα ποτό γλυκούλη;», προσφέρθηκε η always πρόθυμη Μαρία.
«Ένα χέιγκ μ’ ένα πάγο. Ευχαριστώ». Η Μαρία κατευθύνθηκε προς τον μπουφέ, δίνοντάς μου την ευκαιρία να θαυμάσω ακόμα μια φορά τη γεωμετρία του πισινού της. Βρισκόταν ακριβώς εκεί που έπρεπε: ούτε πολύ ψηλά, ούτε πολύ χαμηλά. Ήταν όσο μεγάλος έπρεπε και, το καλύτερο, υπογραμμιζόταν από ένα στρινγκ, το οποίο ίσα- ίσα που ξεχώριζε κάτω από το άσπρο της φόρεμα.
«Δεν σ' έχω ξαναδεί. Φίλος των κοριτσιών ε;», είπε ο Μπιλ. Αυτή τη φορά με ειρωνεύτηκε λιγότερο.
«Ναι», απάντησα μονολεκτικά, όχι γιατί δεν μπορούσα να απαντήσω πολυλεκτικά αλλά γιατί ήθελα να το παίξω βαρύ πεπόνι και σιγά ρε φίλε ποιος είσαι εσύ και χάρη σου κάνω που σου μιλάω κιόλας και τέτοια.
Ο Βασίλης κοίταξε δεξιά. Μετά αριστερά. Μετά ευθεία. Αν κοίταζε κάτω θα έβλεπε το γαλάζιο χαλί. Χαλάκι.
Στην ευθεία που κοίταξε έτυχε να βρίσκομαι εγώ, οπότε, αναπόφευκτα, κοίταξε εμένα. «Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε», είπε.
«Ποιο πράγμα;», ρώτησα.
«Το ταξίδι», είπε.
«Α, το ταξίδι», είπα εγώ όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. «Τι κάνεις ακριβώς στην N.J;», τον ρώτησα.
«Αγοράζω CD», μου είπε.
Έκανα πως κατάλαβα χωρίς να έχω καταλάβει. Πολύ μ’ αρέσει να το κάνω αυτό. Ειδικά στο σχολείο ήμουν ο καλύτερος. Κοίταζα τους καθηγητές με τέτοιο τρόπο που νόμιζαν ότι όχι μόνο καταλάβαινα τα πάντα αλλά ότι τα ήξερα πριν καν τα πούνε. Άπαιχτος. Στο πανεπιστήμιο δεν χρειαζόταν να το κάνω γιατί ήμασταν τόσοι πολλοί στα αμφιθέατρα που δεν είχε νόημα. Οι καθηγητές δεν ήξεραν καν ποιος είμαι. Ούτε αυτοί ήξεραν ποιοι ήταν, οι περισσότεροι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Πριν από μερικές μέρες αγόρασα πέντε χιλιάδες CD του ΧΨΖ. Θα γίνει σίγουρα χρυσό», είπε. «Μ’ αρέσει να βοηθάω νέους καλλιτέχνες. Αυτό κάνω στην N.J», ρούφηξε αυτάρεσκα το ποτό του ο Βασίλης.
Δεν αναφέρω το όνομα του ΧΨΖ γιατί δεν θέλω να δημιουργήσω προβλήματα και δεν μου αρέσει και η διαφήμιση. Είναι πάντως ωραίο παιδί, από αυτά που γελάνε στον Πειραιά και τα δόντια τους φαίνονται στην Πετρούπολη. Τώρα, θα μου πείτε, γιατί ανέφερες το όνομα της Άννας; Πρώτον γιατί τη συμπαθώ και δεύτερον γιατί η Αννούλα δε χρειάζεται άλλη διαφήμιση. Όσοι χρειάζονται πάντως, δεν πρόκειται να την πάρουν από εμένα.
«Και τι τα κάνεις τόσα ίδια CD;», τον ρώτησα.
«Τα κρατάω. Έχω ένα ειδικό χώρο που τα έχω όλα», μου είπε.
«Τόσα ίδια CD; Γιατί;», ρώτησα εγώ.
«Γιατί αν τα πέταγα θα μόλυνα το περιβάλλον», είπε. Σωστός.
Θυμήθηκα ότι όταν ασχολιόμουν περισσότερο με τη μουσική και αγόραζα CD, είχα μαζέψει αρκετά ίδια CD από διαφορετικούς καλλιτέχνες. Μπορεί και να κάνω λάθος. Δεν ξέρω. Εμένα πάντως μου έμοιαζαν. Τώρα δεν αγοράζω CD, τα κατεβάζω από το Internet. Είναι παράνομο, λένε. Σιγά. Λογικό είναι. Παράνομο είναι να έχεις λεφτά και να μην αγοράζεις, όχι να μην έχεις και να μην αγοράζεις. Αφού δεν έχεις, πώς να αγοράσεις; Αυτά τα λένε οι τράπεζες για να παίρνουμε δάνεια. Λέω εγώ.
«Εσύ τι κάνεις στην N.J;», είπε ο Βασίλης. «Ή μήπως είσαι ακόμα πολύ καινούριος και δεν ξεκίνησες ακόμα;».
«Δεν ξεκίνησα ακόμα», είπα εγώ. «Αλλά δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορούσα να κάνω και κάτι», συνέχισα παίζοντάς το ψιλοπροβληματισμένος. Δεν ήθελα να μπω σε καμιά N.J. Σε ένα συγκεκριμένο μέλος της N.J, σίγουρα. Μα γιατί αργούσε τόσο;
«Μπα, έτσι νόμιζα κι’ εγώ. Μέχρι που διάβασα κάπου ότι για να γίνει χρυσός ένας δίσκος στην Ελλάδα χρειάζονται μόλις 10.000 πωλήσεις και μου ήρθε η ιδέα», είπε ο Βασίλης. Παρατήρησα ότι όση ώρα μιλούσαμε ο Βασίλης έπαιζε με το ένα χέρι ένα μάτσο κλειδιά. Το μπρελόκ ήταν μπεεμβέ. Είχε, δηλαδή, το σηματάκι της μπεεμβέ. Ήταν όμως Μποεμβέ ο Βασίλης;
Οι Μποεμβέ είναι μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια υπάρχουν, αλλά δεν θα τους έλεγαν έτσι αν δεν επινοούσαμε τη λέξη εγώ και ο Πάνος. Ο κολλητός μου που σκοτώθηκε. Ναι, αυτός. Οι Μποεμβέ είναι από τριάντα μέχρι πενήντα χρονών και έχουν αρκετά χρήματα ώστε να μην δουλεύουν. Ζουν στο κέντρο μεγαλουπόλεων και περνάνε το χρόνο τους πίνοντας καφέ, διαβάζοντας τις καλλιτεχνικές στήλες και πηγαίνοντας σε εκθέσεις, μουσεία κ.λπ. Ξέρουν πολλά από τέχνη, δεν παράγουν τίποτα από τέχνη και έχουν πάντα ένα ύφος «ψαγμένου». Αρχίζουν συνήθως τις συζητήσεις τους με ένα «θυμάμαι τότε που φάγαμε στο Μπατόν Σαλέ, με τον Σιρμιφλιούσκιν, και μου είπε ότι το σινεμά σήμερα περνάει μια, στην ουσία, ηθική κρίση» και άλλες τέτοιες ανοησίες. Φοράνε συχνότατα φουλάρια, το χειμώνα κασκόλ και οδηγούν μπεεμβέ. Δεν είναι πραγματικά ψαγμένοι, ούτε έχουν πραγματική κουλτούρα. Τους λείπει το απαραίτητο IQ για όλ’ αυτά. Επιπλέον, δεν είναι πολύ πλούσιοι. Αν ήταν δεν θα οδηγούσαν μπεεμβέ. Δεν θα οδηγούσαν καθόλου. Είναι art victims. Είναι αυτοαναφορικοί. Είναι βαρετοί. Είναι ξενέρωτοι. Όταν όμως έχεις λεφτά, σου το λένε πολύ σπάνια ότι είσαι ένας αυτοαναφορικός βαρετός ξενέρωτος. Ε ρε τι τραβάνε και οι φραγκάτοι…
Τέτοια κάναμε με τον Πάνο και άλλα πολλά. Είχαμε πολύ γέλιο με τον Πάνο. Και κλάμα είχαμε μερικές φορές, όταν κάτι πήγαινε όπως δεν έπρεπε να πάει. Κατά διαόλου δηλαδή. Αλλά δεν κλαίγαμε γιατί είμαστε άντρες. Κλαίγαμε από μέσα μας και γελούσαμε απ’ έξω μας. Το κακό είναι ότι όταν κλαις από μέσα σου γεμίζει το στομάχι σου δάκρυα. Και όταν γεμίζει το στομάχι σου δάκρυα σου κόβεται η όρεξη και δεν τρως τίποτα. Ε ρε τι τραβάνε και οι άντρες…
Τελικά ο Βασίλης δεν ήταν Μποεμβέ, γιατί όταν ο μαύρος dj το γύρισε σε Barry White με ρώτησε «Τι ακούμε;». Αν ήταν Μποεμβέ θα τον ήξερε τον Barry White. Σίγουρα.
«Barry White», είπα εγώ.
«Α δεν τον ξέρω», είπε. «Καινούριος;».
«Ναι, καινούριος», είπα εγώ. Πάω στοίχημα ότι το σημείωσε στον εγκέφαλό του για να αγοράσει CD.
Είδα τη Μαρία να έρχεται. Μαζί με τον πισινό της, ευτυχώς. Δεν το είδα, γιατί ερχόταν ανφάς, αλλά τον ένιωσα όταν με ακούμπησε. Επίτηδες, πάω στοίχημα.
«Το ποτό σου γλυκούλη», μου έδωσε το χέιγκ και τσούγκρισα με το δικό της που ήταν ροζ.
Φαντάστηκα την ιδανική Barry White σκηνή. Εγώ με ένα μπουρνούζι και το Bulgari ρολόι μου, να κρατάω δύο κοκτέιλ και η Μαρία ξαπλωμένη στον καναπέ, με τα εσώρουχά της. Εγώ να περπατάω προς το μέρος της αργά, όπως περπατάς όταν ακούς Barry White και το παίζεις γκόμενος. Περπατάς αργά, με έμφαση στους ώμους σου. Δεξί πόδι μπροστά, σηκώνεται ελαφρά ο αριστερός ώμος. Αριστερό πόδι μπροστά, σηκώνεται ελαφρά ο δεξιός ώμος. Αυτή να με κοιτάει μία στα μάτια και μία εκεί που πρέπει. Δεξί πόδι, στα μάτια, αριστερός ώμος, εκεί που πρέπει, αριστερό πόδι, στα μάτια, δεξιός ώμος, εκεί που πρέπει. Θα πίναμε πολύ, θα μεθούσαμε αφροδισιακά και μετά θα κάναμε αυτό που πρέπει. Αποφάσισα ότι μoυ άρεσε ο Barry White.
«Κοίτα γλυκούλη, ξημερώνει», είπε η Μαρία και έδειξε προς τη Δύση. Αν το δείτε σημειολογικά, καλά έκανε.
«Ναι», λακώνισα πάλι εγώ.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;», μου είπε. Ο Βασίλης εν τω μεταξύ είχε πιάσει κουβέντα με τον ντόκτορ που μου είχε κάνει την ένεση καφείνης.
«Τι;», είπα εγώ. Μου άρεσε το άρωμα των μαλλιών της. Καρύδα. Το μάγκνουμ κούνησε το κεφάλι του επικροτώντας το καλό μου γούστο.
«Ότι όπου να’ ναι ξεκινάμε για τη Νήσο Ψ», απάντησε.
«Τι θα κάνουμε εκεί;», ρώτησα εγώ.
«Εμείς οι δύο ξέρεις τι θα κάνουμε γλυκούλη», μου είπε και έπιασε τη λαβή του μάγκνουμ.
«Ναι, αλλά γιατί πάμε όλοι εμείς εκεί;», επέμεινα εγώ.
«Για να συναντήσουμε τον Μεγάλο Δάσκαλο», απάντησε. «Μας περιμένει γλυκούλη».
Δεν ρώτησαν ποιος ήταν ο «Μεγάλος Δάσκαλος». Βαρέθηκα. Σκέφτηκα ότι θα έβλεπα ποιος ήταν με το που θα φτάναμε στη Νήσο Ψ. Λάθος μου.
16 Comments:
καλημέρα! οκ τώρα καταλαβαίνω το "πέσιμο" του προηγούμενου παρτ. Χαίρομαι που ο Αργύρης ξεμέθυσε και άρχισε αεγκεν τις τσαχπινιές.
Υπάρχει ακόμα μια κατηγορία, οι κάγκουρες που έγιναν 30. That is woofer, τζάμπα μουσική στη γειτονιά, χρυσή αλυσίδα, ασπρη κάλτα, μπε εμ βε κόκκινη τουλάχιστον 15ετίας και βάλε. Κατανοώ ότι δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους μποεμβεδες, αλλά έχω ηθικό χρέος να τους αναφέρω. Και κοινωνιολογικό.
Tx και γι'αυτο το παρτ.
Παρακμη,ανηθηκοτητα,αδικιες,γελοιοτητες,φαιδροτητα,υποκουλτουρα...Αμορφωτοι λεφταδες πανω σε τζιπουρες,αλητες με γραβατες που πουλανε αερα και κονομανε,χειροκροτηματα στους μεγαλους,για ολα τα παραπανω...Θελω να παω στα βουνα...Στο καθαρο αγερα...Αουουουου...
Λύκε λύκε εγώ που είμαι απ'έξω απ'όλα αυτά και εκτός Αθηνών (όπου κυρίως παρεπιδημούν όλα τ'αγρίμια που αναφέρετε, κι εσύ και ο Πασκάλ), διαβάζω με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Μετά ο αέρας των βουνών θα είναι ακόμα πιό δροσερός, η ευφροσύνη ακόμα πιό μεγάλη...
Και τότε, πλησιάζεις μια κορφούλα, έχει ένα πέτρινο κτίριο...
Και; Τι βλέπεις παρκαρισμένο απ'έξω;;;;;;;
ΜΠΟΕΜΒΕ
Τί βλέπεις παρκαρισμένο μέσα;;;;;;;
ΑΥΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΡΑΒΑΤΕΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΞΕΚΩΛΑ
Ε μα η Μύκονος έχει γίνει πιά τόσο μπανάλ.... κάπου πρέπει να πάνε κι αυτοί. ΄Όλο Κούβα Λονδίνο Ν΄λεα Υόρκη, πού να τρέχεις... άσε τώρα με την τρομοκρατία....
E re ti travane oi fragkatoi. E re ti travane oi andres. E re ti tha travousan oi trapezes an katalavainan oloi ti pragmatika travane. E re ti travaw ki egw pou se kathe kainourgio part noiwthw pws prepei na paw pisw sto part ouan gia na ksanadiavasw tin istoria apo tin arxi, bas kai me peisw oti tin xortasa kai papsw na travaw o,ti travaw...
Pas Kal(a), ta pame man gia ton Arguri. Ksereis...
Keep writing!
Βρε συ Pascal, δεν τον στέλνεις ένα αεροπορικό ταξιδάκι; Ολοι πετάνε σήμερα...
(από χτες)
..είναι και μόδα τα "ραντεβού εν πτήσει" όπως έμαθα..
:-)
Κλαπ, κλαπ, κλαπ...είσαι τσιφ ρε πασκάλ. Οντως οι μπεμβέδες είναι ειδική κατηγορία ανθρώπων...Καγκούρια που παρέμειναν καγκούρια αλλά εδώ κοντά μου ένας έχει μια κόκκινη bavaria 2002 με λεοπαρδαλέ καθίσματα και τελείως άφτιαχτη. Οριζτιναλ από το 78...Αλλά ο τύπος είναι γύρω στα εξήντα άρα εξαιρείται...
Keep It Up και τα ποστ και τα πιστόλια...
ΙοΙ
στους μποεμβεδες, μπεμβεδες, κλπ συγκαταλέγονται και οι κάτοχοι mini cooper; μιας και το φτιάχνει η BMW το λέω...
ε τσίκο;;;
Ωραίος αλλά αν θυμάμαι καλά δεν είχαμε δώσει απάντηση στο μέγιστο δίλημμα, Barry White ή Marvin Gaye;
Μάλλον τελικά πήρες απόφαση...
Πολύ καλό κι αυτό!
Προς Μαυρο Γατο.
Τα πασης φυσεως λαμογια σκεφτονται ως εξης:Τοσοι αφελης ανθρωποι υπαρχουν,ειναι δυνατον να μην μπορουν να μας ζησουν εμας τα λαμογια...Εκατο αφελης κανουν ενα μαγκα...Εκατο προβατα κανουν ενα λυκο...ΧΑ!!!
tomboy: Παρακαλώ. Όντως υπάρχει και αυτή η κατηγορία και καλά κάνεις και την αναφέρεις.
λύκος: άντε, πάρε τα βουνά. Γιατί όχι;
:PPP
μαύρος γάτος: Έλα μωρέ, μη δίνεις σημασία.
oi skies: Συνεχίζω, don't worry.
rodia: Μπα, δεν νομίζω να χωράει ΚΑΙ αεροπλάνο στην ιστορία.
matron: Όχι το mini δεν μετράει, ησύχασε.
giorugosu: Ναι, πήρα απόφαση. Εσύ δεν θά πρεπε να είσαι κάπου στον Έβρο;
κώστας: thanks.
dark: όχι μπεμβέδες, ρε, μποεμβέ είπαμε :PPP
Τί γίνεται με σένα; δεν μπορείς να αποφασίσεις αν γουστάρεις wordpress ή blogspot?
Ετέθη ποτέ δίλημμα μεταξύ του μικρούλη Μπάρι που άσπρισε και του πεταχτούλη Μάρβιν που έγινε γκέι; Ντροπή -υπάρχει και Χριστόδουλος που θα μας κρίνει μια μέρα.
Αγαπητέ pascal μπορείς αατό, αβάδιστα και άφοβα να προσθέσεις και τους κατόχους μοτοσυκλετών μπεμπέ στην κατηγορία. Ναι βρε, αυτούς που έχουνε τους κινητήρες τους μπόξερ και πιάνουνε χώρο ίσα με ένα μινικούπερ στο δρόμο. Διότι, στην τελική -"όλα είναι δρόμος", μη γκσεχνάμε.
Ο Ομαλος ειναι σαραντα λεπτα απο τα Χανια...Και στο Γκιγκιλο φυσα παντα καθαρος αερας..
Άρτι αφιχθείσα από Ύδρα όπου οι μποεμβέδες αισθάνονται έξω από τα νερά τους μεν, καταφέρνουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους δε. Τι να κάνεις; Κι αυτοί έχουν τις αγωνίες τους.
(Teaser point: προσπεράστε τους στην εθνική: λυσσάνε κι έχει πολύ πλάκα!)
Στο μεταξύ διάβασα τα τελευταία πάρτια του Αργύρη. Τα σχόλιά μου επί του παρόντος:
*Ο χαρακτήρ του Αργύρη συνεχίζει να με εκπλήσσει ευχάριστα: ως γνήσιος νουάρ ήρωας παίρνει 300 στροφές στο λεπτό και δεν κολώνει όταν οι γύρω του αντιλαμβάνονται ότι οπλοφορεί. Το εκτιμώ. Χωρίς να είμαι άντρας, κάτι μου λέει ότι λίγοι έχουν καταφέρει αυτό το υψηλό επίπεδο coolness (δροσιάς;).
*Ωραία η απόδοση του αγλικού λογοπαιγνίου: is there a gun in your pocket or are you happy to see me? Επιβεβαιώνεις ότι οι Ρωμαίοι μπορεί να μας κατέκτησαν στρατιωτικά, αλλά εμείς τους κατακτήσαμε με την παιδεία μας.
*Barry White: αυτό το κάτι άλλο που κάνει τη διαφορά στα κείμενά σου.
Ευχαριστώ για τα εμπεριστατωμένα σχόλιά σας δεσποινίς. Αυτοί είναι αναγνώστες, όχι σαν κάποιους άλλους που πετάνε απλά ένα "είσαι μαλάκας" και φεύγουν. Μπραβο!
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε