Αργύρης (παρτ ιλέβεν)
Συναισθηματική Τράπεζα
Παλιά ήταν καλύτερα. Αμέ. Τι να λέμε τώρα. Τρεις βιντεοκασέτες καράτε βλέπαμε την εβδομάδα. Τουλάχιστον. Και άλλες δύο με τον Στάθη Ψάλτη.
Πηγαίναμε σε πάρτι και περιμέναμε να βάλει «μπλουζ» για να χορέψουμε με καμιά γκόμενα. Εγώ πάλι δεν χόρευα μπλουζ. Δεν ζήταγα από καμία να χορέψουμε- γι’ αυτό. Αν ζήταγα μάλλον θα δεχόταν. Λέω εγώ. Μετά έμαθα ότι το μπλουζ είναι μουσικό είδος και όχι μουσικοχορευτικό μπαλαμούτιασμα και ζήτησα συγγνώμη από τους μαύρους του Μισισιπή.
Καλύτερα ήταν παλιά. Βέβαια. Και οι άνθρωποι καλύτεροι ήταν. Πήγαιναν περισσότεροι σε συγκεντρώσεις, είχαν και οι τηλεσκηνοθέται περισσότερη δουλειά. Σημαιάκια, σουβλάκια, ουζάκια, καρό τραπεζομαντηλάκια. Όλα μαζί κάτω από την ίδια ιδεολογική ομπρέλα. Bλέπαμε και περισσότερες αφίσες. Αφίσες με περιεχόμενο- ήλιους, σφυροδρέπανα, δάδες και τέτοια. Όχι αηδίες όπως σήμερα που οι περισσότερες αφίσες είναι για συναυλίες. Ασχολιόταν ο κόσμος με την πολιτική. Και μετά περίμενε την πολιτική να ασχοληθεί μαζί του. Εκεί την πάτησε λίγο, αλλά, σιγά, πρώτη φορά είναι; Kαι τι έγινε; Σήμερα βέβαια έχουμε τα ριάλιτι και τα δάνεια, αγοράζεις αυτοκίνητο και το ξεπληρώνεις όποτε γουστάρεις, αμέ, όποτε έχεις, αλλά πρόσεχε, να έχεις, γιατί αν δεν έχεις, θα σου κλείσουν το σπίτι, οπότε θα πας σε ριάλιτι να κερδίσεις για να ρεφάρεις, αλλά επιμένω, παλιά ήταν καλύτερα. Το έχω ακούσει τόσες φορές που έχω πειστεί τελικά.
Πιο παλιά ήταν ακόμα καλύτερα. Οι γειτονιές της παλιάς Αθήνας λέει. Όταν μύριζε ο τόπος γιασεμί λέει. Αν δεν σου άρεσε το άρωμα γιασεμί την είχες βάψει. Λέω. Πολύ ωραία ήταν. Έκαναν μπάνιο μια φορά την εβδομάδα και φόραγαν τα ίδια ρούχα ένα μήνα. Τέλεια ήταν. Ευτυχώς που έχουν γυριστεί και ταινίες και βλέπουμε το πόσο καλά ήταν. Μπορεί η χούντα να εμπόδισε πολλά πράγματα, αλλά, ευτυχώς, δεν εμπόδισε τις ελληνικές ταινίες. Οι πιο ωραίες τότε γυρίστηκαν. Άλλοι στη Μακρόνησο και άλλοι στο Πόρτο Ύδρα για γύρισμα. Υπήρχε και ποικιλία, πώς να το κάνουμε. Τώρα όλοι στη Μύκονο και τη Σαντορίνη πάνε. Αν δεν έχεις πάει Μύκονο και Σαντορίνη ποτέ στη ζωή σου, σε κοιτάνε λες και δεν έχεις πάει ποτέ για κούρεμα.
Το οποίο κούρεμα, τώρα που το αναφέραμε, δηλαδή εγώ το ανάφερα αλλά μ’ αρέσει να νομίζω ότι δεν είμαι ένας αλλά πολλοί, γιατί αν είμαι πολλοί, δεν πειράζει κι’ αν χαθεί ο ένας, καταλάβατε πιστεύω τι θέλουμε να πούμε. Λοιπόν, το κούρεμα είναι καλό γιατί σου κόβουν κάτι και μετά είσαι και πιο ωραίος και αισθάνεσαι και καλύτερα. Γιατί αν σου κόψουν το τηλέφωνο, όπως μου έκαναν εμένα σήμερα, αισθάνεσαι πιο μόνος. Και καθόλου πιο ωραίος. Όχι ότι χτύπαγε συχνά, αλλά υπήρχε όμως η περίπτωση να χτυπήσει. Καλύτερα ήταν παλιά. Σίγουρα. Κρίμα που οι παλιοί πέθαιναν και περισσότερο και έχαναν τα καλύτερα.
Φανταστείτε να υπήρχε στ’ αλήθεια μια μηχανή του χρόνου. Να μη σε γυρίζει όμως στο παρελθόν. Όχι. Να έκανε το παρελθόν παρόν. Ποια είναι η διαφορά, αναρωτιέστε: Αν το παρελθόν γίνει παρόν, τότε σημαίνει ότι το παρόν δεν υπάρχει πλέον και τη θέση του παίρνει το παρελθόν. Ενώ αν πας στο παρελθόν, απλά φεύγεις από το παρόν, το οποίο συνεχίζει όμως να υπάρχει, μόνο που εσύ δεν το βλέπεις. Σε βλέπει όμως εκείνο. Και το να σε βλέπει συνέχεια το παρόν σου δεν είναι καλό, όταν το παρόν αυτό δεν σου αρέσει. Σαν να σε «καρφώνει» συνέχεια μια άσχημη γκόμενα.
Παλιά έπαιζα και σε συγκρότημα. Μπάσο. Έπαιζα μπάσο γιατί δεν ήξερα κιθάρα. Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι μπασίστες παίζουν μπάσο γιατί δεν ξέρουν κιθάρα. Το μπάσο είναι ένα όργανο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα ντραμς και την κιθάρα και κάνει λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Ποτέ όμως καλύτερα από το ένα ή το άλλο. Το γκρουπάκι το έλεγαν «The Veltsos And The Illiterates». Παίζαμε ψυχεδελικό ροκ. Σήμα κατατεθέν μας οι ακατάληπτοι στίχοι. Hχογραφήσαμε και demo, παίξαμε και κάνα δυο live σε μπαράκια. Διαλυθήκαμε γιατί πλακώθηκε ο κιθαρίστας με τον τραγουδιστή. Ο ένας ήθελε να τραγουδάει κι’ αυτός και ο άλλος ήθελε να τραγουδάει μόνο αυτός.
Παλιά ζούσε και ο Πάνος.
Το γιοτ πλατσούριζε στη θάλασσα, δελφίνια πλατσούριζαν δίπλα στο γιοτ, γλάροι πετάριζαν πάνω από το γιοτ. Δεν τα έβλεπα όλα αυτά, αλλά αισθανόμουν σαν να τα έβλεπα, όλα ωραία κι’ όμορφα μου φαινόντουσαν, βοήθαγε και το ουίσκι που είχα κατεβάσει και το ροζ χρώμα γύρω μου, μόνο που είχα αρχίσει να νυστάζω πολύ, ήταν και η μουσική του dj, που δεν ήταν ακριβώς μουσική του dj αλλά ένα σιντί που είχε αφήσει να παίζει και ήταν γεμάτο- καλά το καταλάβατε,-μπλουζ. Από αυτά που χουφτώνεις και όχι του Μισισιπή. Τα πάντα έδειχναν να βρίσκονται, πλέον, σε κατάσταση αναμονής. Νεκρός χρόνος. Περιμέναμε να φτάσουμε στη Νήσο Ψ. Οχτώ ώρες πάνω- κάτω, μου είχε πει η Μάρθα.
Έκανα αυτό που είχα δει να κάνουν δυο- τρεις ακόμα. Την έπεσα σε μια γωνιά του σαλονιού του γιοτ και προσπάθησα να κοιμηθώ. Χαλάκι. Άκουσα κάποιον να μου λέει: «Υπάρχουν και κρεβάτια, μην ταλαιπωρείσαι στο πάτωμα», αλλά δεν έδωσα σημασία.
Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου την είχε πέσει ο Ηλίας. Δεν έδωσα σημασία. Κακώς, γιατί όταν ξύπνησα είχε γείρει πάνω μου, όπως ένα βρέφος στην αγκαλιά της μάνα του και είχε γεμίσει σάλια το χέρι μου. Είδα στο τσεπάκι του πουκαμίσου του το κινητό μου. Πάλι καλά. Δεν το είχε χάσει. Το πήρα με τρόπο για να μην τον ξυπνήσω. Στην αίθουσα είχαμε μείνει μόνο όσοι κοιμόμασταν. Μουσική δεν ακουγόταν, μόνο το πλάτσα πλούτσα του γιοτ και των δελφινιών. Είχα δυο κλήσεις. Στο κινητό. Η μία ήταν της μάνας μου. Η άλλη της Γιώτας. Έκανα αυτό που θα έκανε κάθε άντρας που έχει υγιή σχέση με τη μάνα του: πήρα τη Γιώτα. Το σήκωσε και η φωνή της δεν άφησε καθόλου αδιάφορο το μάγκνουμ μου. Το αντίθετο θα έλεγα.
«Τι έγινε;», είπε.
«Όπως τα ήξερες. Τι να γίνει…», ψέματα εγώ. «Εσύ;».
«Κι’ εγώ καλά μωρέ. Είπα να σε πάρω να δω τι κάνεις»
«Καλά είμαι. Μια χαρά»
«Γουστάρεις να πάμε καμιά βόλτα σήμερα;».
«Δεν μπορώ. Έχω κανονίσει σήμερα».
«Με αποφεύγεις;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Έχουμε να μιλήσουμε έξι μήνες και μου φαίνεται ότι δεν έχεις και πολύ όρεξη να τα πούμε».
«Τι να πούμε;», είπα.
«Ε…ό,τι να ‘ναι. Πρέπει να πούμε κάτι συγκεκριμένο;»
«Να σε ρωτήσω κάτι; Αλλά θα μου απαντήσεις ειλικρινά».
«Πες μου».
«Πού είναι ο γκόμενός σου;»
«Ο ποιος; Μα τι είναι αυτά που λες τώρα παιδάκι μου». Κάθε φορά που εκνευριζόταν με αποκαλούσε παιδάκι της.
«Με άκουσες. Πού είναι ο γκόμενός σου;»
«Αργύρη, λες μαλακίες. Τι σχέση έχει τώρα ο γκόμενός μου;»
«Απάντησέ μου και θα σου πω».
«Εντάξει. Ο γκόμενός μου δεν ξέρω πού είναι. Θα τηλεφωνηθούμε αργότερα»
«Ωραία. Να του δώσεις χαιρετίσματα εκ μέρους μου. Γιατί πήρες ρε Γιώτα;».
«Σε σκέφτηκα και πήρα. Πειράζει;»
«Όχι, δεν πειράζει. Πες μου όμως γιατί πήρες».
«Τι να σου πω τώρα παιδάκι μου. Ψάχνεις πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν». Ο τόνος της φωνής της πρόδιδε το ότι έκρυβε κάτι. Ενοχλήθηκε που είχα ψάξει και βρει κάτι που υπήρχε, ενώ δεν έπρεπε να ψάξω και δεν έπρεπε να το βρω.
«Γιωτούλα», πιο αυστηρά εγώ. «Δεν ξέρω τι ζόρια τραβάς εσύ με τα δικά σου, τη ζωή σου και τα λοιπά. Φιλενάδα σου όμως δεν πρόκειται να γίνω. Τόσο μυαλό, στα τριαντακάτι μου το έχω. Ακούς;».
Σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Ήμουν έτοιμος να της το κλείσω.
«Δεν περίμενα τέτοια αντιμετώπιση πάντως», είπε.
«Ούτε εγώ την περίμενα από εσένα τότε. Αλλά την είχα», απάντησα.
«Δηλαδή με εκδικείσαι;», είπε.
«Όχι. Απλά δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το λαγό σου χορτάτο».
«Εξυπνάδες. Δηλαδή δεν θες να με ξαναδείς. Ούτε να κάνουμε παρέα που και που».
«Φίλους έχω. Αν εσύ δεν έχεις αρκετούς, πρόβλημά σου».
«Είσαι άδικος».
«Μπορεί. Αλλά καλύτερα άδικος παρά ξεφτίλας», απάντησα. «Να κλείσουμε;»
«Εντάξει, κλείνω». Έκλεισα πρώτος και αισθανόμουν μια χαρά. Κοίταξα το Bulgari. Δύο και μισή. Όπου να’ ναι θα φτάναμε. Μια ηλίθια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Ότι η Γιώτα όντως μπορεί να ήθελε να τα ξαναβρούμε και ότι εγώ κακώς της μίλησα έτσι και ότι έχασα μια ευκαιρία γαμώτο μου και τι με έπιασε εκείνη την ώρα και τέτοια. Της έκαναν κωλοδάχτυλο και έφυγε. Αισθανόμουν μια χαρά και θυμωμένος. Θυμωμένος γιατί δεν με είχε σεβαστεί. Αν με σεβόταν θα με είχε αφήσει ήσυχο. Αυτή και τα σκατολαγουδάκια της.
Υπάρχουν άνθρωποι που σε αντιμετωπίζουν ως συναισθηματική τράπεζα. Καταθέτουν ένα ποσόν και απαιτούν να τους είναι διαθέσιμο για όποτε ξεμείνουν. «Συγγνώμη, μπορώ να κάνω ανάληψη πέντε κομπλιμέντα και τρία βλέμματα που δείχνουν ξεκάθαρα ότι με γουστάρεις γιατί το έχω ανάγκη τελευταίως; Βλέπετε, στη δουλειά μου αλλάζουν τον αδόξαστο και ο γκόμενός μου μού φαίνεται ότι ξενοκοιτάζει. Σας παρακαλώωωω».
«Βεβαίως. Ό,τι θέλετε».
«Ευχαριστώ. Μετά εσείς βέβαια μπορείτε να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο, όσο εγώ πιπώνω τον γκόμενό μου».
«Ω, μα μην το κάνετε θέμα. Θα χτυπήσω το κεφάλι μου ευχαρίστως. Καλές πίπες».
Μπορεί να μην έχω σουξέ με τις γυναίκες. Μπορεί να μου κάθονται μόνο κατά τύχη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ψιλοκαταλαβαίνω το πώς σκέφτονται. Στα τριαντακάτι μου, κάτι έχω καταλάβει κι’ εγώ. Το καλό (ή κακό) είναι ότι όσο τις καταλαβαίνω τόσο πιο πολύ τις γουστάρω.
Πήρα τηλέφωνο και στη μάνα μου. Καλά είμαι, μην ανησυχείς, ο πατέρας εντάξει;, ναι θα μιλήσω και με τη Βάσω, εντάξει, ναι, όλα καλά, ναι, ναι είπα, εντάξει, θα έρθω κι’ από εκεί. Βάσω λένε την αδερφή μου.
Άνοιξα μια πόρτα και βγήκα στο εξωτερικό μέρος του γιοτ. Φύσαγε αρκετά. Στο βάθος είδα μια φλούδα στεριά. Πράσινη. Σαν από αγγούρι ένα πράγμα. Άναψα τσιγάρο. Αν ήμασταν εντός σχεδίου, αυτή θα έπρεπε να είναι η Νήσος Ψ. Θα ήμασταν εκεί το πολύ σε ένα τέταρτο. Ρε στη Νήσο Ψ θα είχε τσιγάρα; Μα πού ήταν όλοι; Με το που το σκέφτηκα, έγινε χαμός. Elvis. Viva Las Vegas. Διαπασών. Από τα ηχεία. Πολύ δυνατά. Όποιος και να κοιμόταν, θα ξυπνούσε. Όποιος δεν κοιμόταν, θα ξυπνούσε ακόμα περισσότερο. Άκουσα βήματα. Το ροζ εσωτερικό γιοτ άρχισε να γεμίζει πάλι. Εγώ έμεινα έξω. Παρατηρούσα. Η Εύα είχε ξυπνήσει ορεξάτη- όρμηξε στον μπουφέ. Ο Ηλίας, με το που ξύπνησε, έβαλε ποτό. Ο τύπος με το λουλουδάτο πουκάμισο ξυριζόταν με μια επαναφορτιζόμενη ξυριστική. Ο Andrew δεν ήταν πια ντυμένος μπάρμαν. Οι M&M είχαν βάλει φούξια μαγιό, ψάθινα καπέλα και τεράστια γυαλιά ηλίου. Ούτε ίχνος κυτταρίτιδας- όπως το είχα φανταστεί. Σε λίγο είχαν μαζευτεί όλοι. Μου φαινόντουσαν κεφάτοι και ανήσυχοι ταυτόχρονα. Μπορεί να έκανα λάθος. Μπορεί να πρόβαλα σ’ αυτούς την ανησυχία μου, όπως πρόβαλα και τα συναισθήματά μου στη Γιώτα όσο καιρό τα είχαμε. Δεν ξέρω.
Αυτό που ήξερα πάντως ήταν ότι με το που πλησιάσαμε αρκετά στη Nήσο Ψ, είδα κάτι που δεν κόλλαγε στο σκηνικό: Μία μικρή μαρίνα που χωρούσε δυο-τρία γιοτ σαν το δικό μας και τίποτα άλλο που να δείχνει ότι το νησί ήταν κατοικήσιμο. Παραλία και μετά δέντρα. Πολλά δέντρα. Αφύσικα πολλά δέντρα. Και συμμετρικά. Σαν να τα είχε φυτρώσει κάποιος. Μα ποιος είχε δώσει τόσα φράγκα για να φτιάξει μαρίνα σ’ αυτό το μέρος;
Ο Μεγάλος Δάσκαλος τα είχε δώσει, αλλά αυτό θα το μάθαινα αργότερα. Μαζί με το πού πήγαν οι χαμένες λέξεις όπως το «σπορτέξ». Και μαζί με το γιατί και πώς διαδόθηκαν τόσο πολύ η γιόγκα, η σαϊεντολογία, το ταντρικό σεξ και η Ζεφίρα, το μέντιουμ που σου λέει το μέλλον σου με 1,5 ευρώ/ λεπτό. Για το παρελθόν, δεν χρειάζεται να ξέρεις και πολλά φιλαράκο.
Αρκεί να θυμάσαι ότι παλιά ήταν καλύτερα.
Παλιά ήταν καλύτερα. Αμέ. Τι να λέμε τώρα. Τρεις βιντεοκασέτες καράτε βλέπαμε την εβδομάδα. Τουλάχιστον. Και άλλες δύο με τον Στάθη Ψάλτη.
Πηγαίναμε σε πάρτι και περιμέναμε να βάλει «μπλουζ» για να χορέψουμε με καμιά γκόμενα. Εγώ πάλι δεν χόρευα μπλουζ. Δεν ζήταγα από καμία να χορέψουμε- γι’ αυτό. Αν ζήταγα μάλλον θα δεχόταν. Λέω εγώ. Μετά έμαθα ότι το μπλουζ είναι μουσικό είδος και όχι μουσικοχορευτικό μπαλαμούτιασμα και ζήτησα συγγνώμη από τους μαύρους του Μισισιπή.
Καλύτερα ήταν παλιά. Βέβαια. Και οι άνθρωποι καλύτεροι ήταν. Πήγαιναν περισσότεροι σε συγκεντρώσεις, είχαν και οι τηλεσκηνοθέται περισσότερη δουλειά. Σημαιάκια, σουβλάκια, ουζάκια, καρό τραπεζομαντηλάκια. Όλα μαζί κάτω από την ίδια ιδεολογική ομπρέλα. Bλέπαμε και περισσότερες αφίσες. Αφίσες με περιεχόμενο- ήλιους, σφυροδρέπανα, δάδες και τέτοια. Όχι αηδίες όπως σήμερα που οι περισσότερες αφίσες είναι για συναυλίες. Ασχολιόταν ο κόσμος με την πολιτική. Και μετά περίμενε την πολιτική να ασχοληθεί μαζί του. Εκεί την πάτησε λίγο, αλλά, σιγά, πρώτη φορά είναι; Kαι τι έγινε; Σήμερα βέβαια έχουμε τα ριάλιτι και τα δάνεια, αγοράζεις αυτοκίνητο και το ξεπληρώνεις όποτε γουστάρεις, αμέ, όποτε έχεις, αλλά πρόσεχε, να έχεις, γιατί αν δεν έχεις, θα σου κλείσουν το σπίτι, οπότε θα πας σε ριάλιτι να κερδίσεις για να ρεφάρεις, αλλά επιμένω, παλιά ήταν καλύτερα. Το έχω ακούσει τόσες φορές που έχω πειστεί τελικά.
Πιο παλιά ήταν ακόμα καλύτερα. Οι γειτονιές της παλιάς Αθήνας λέει. Όταν μύριζε ο τόπος γιασεμί λέει. Αν δεν σου άρεσε το άρωμα γιασεμί την είχες βάψει. Λέω. Πολύ ωραία ήταν. Έκαναν μπάνιο μια φορά την εβδομάδα και φόραγαν τα ίδια ρούχα ένα μήνα. Τέλεια ήταν. Ευτυχώς που έχουν γυριστεί και ταινίες και βλέπουμε το πόσο καλά ήταν. Μπορεί η χούντα να εμπόδισε πολλά πράγματα, αλλά, ευτυχώς, δεν εμπόδισε τις ελληνικές ταινίες. Οι πιο ωραίες τότε γυρίστηκαν. Άλλοι στη Μακρόνησο και άλλοι στο Πόρτο Ύδρα για γύρισμα. Υπήρχε και ποικιλία, πώς να το κάνουμε. Τώρα όλοι στη Μύκονο και τη Σαντορίνη πάνε. Αν δεν έχεις πάει Μύκονο και Σαντορίνη ποτέ στη ζωή σου, σε κοιτάνε λες και δεν έχεις πάει ποτέ για κούρεμα.
Το οποίο κούρεμα, τώρα που το αναφέραμε, δηλαδή εγώ το ανάφερα αλλά μ’ αρέσει να νομίζω ότι δεν είμαι ένας αλλά πολλοί, γιατί αν είμαι πολλοί, δεν πειράζει κι’ αν χαθεί ο ένας, καταλάβατε πιστεύω τι θέλουμε να πούμε. Λοιπόν, το κούρεμα είναι καλό γιατί σου κόβουν κάτι και μετά είσαι και πιο ωραίος και αισθάνεσαι και καλύτερα. Γιατί αν σου κόψουν το τηλέφωνο, όπως μου έκαναν εμένα σήμερα, αισθάνεσαι πιο μόνος. Και καθόλου πιο ωραίος. Όχι ότι χτύπαγε συχνά, αλλά υπήρχε όμως η περίπτωση να χτυπήσει. Καλύτερα ήταν παλιά. Σίγουρα. Κρίμα που οι παλιοί πέθαιναν και περισσότερο και έχαναν τα καλύτερα.
Φανταστείτε να υπήρχε στ’ αλήθεια μια μηχανή του χρόνου. Να μη σε γυρίζει όμως στο παρελθόν. Όχι. Να έκανε το παρελθόν παρόν. Ποια είναι η διαφορά, αναρωτιέστε: Αν το παρελθόν γίνει παρόν, τότε σημαίνει ότι το παρόν δεν υπάρχει πλέον και τη θέση του παίρνει το παρελθόν. Ενώ αν πας στο παρελθόν, απλά φεύγεις από το παρόν, το οποίο συνεχίζει όμως να υπάρχει, μόνο που εσύ δεν το βλέπεις. Σε βλέπει όμως εκείνο. Και το να σε βλέπει συνέχεια το παρόν σου δεν είναι καλό, όταν το παρόν αυτό δεν σου αρέσει. Σαν να σε «καρφώνει» συνέχεια μια άσχημη γκόμενα.
Παλιά έπαιζα και σε συγκρότημα. Μπάσο. Έπαιζα μπάσο γιατί δεν ήξερα κιθάρα. Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι μπασίστες παίζουν μπάσο γιατί δεν ξέρουν κιθάρα. Το μπάσο είναι ένα όργανο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα ντραμς και την κιθάρα και κάνει λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Ποτέ όμως καλύτερα από το ένα ή το άλλο. Το γκρουπάκι το έλεγαν «The Veltsos And The Illiterates». Παίζαμε ψυχεδελικό ροκ. Σήμα κατατεθέν μας οι ακατάληπτοι στίχοι. Hχογραφήσαμε και demo, παίξαμε και κάνα δυο live σε μπαράκια. Διαλυθήκαμε γιατί πλακώθηκε ο κιθαρίστας με τον τραγουδιστή. Ο ένας ήθελε να τραγουδάει κι’ αυτός και ο άλλος ήθελε να τραγουδάει μόνο αυτός.
Παλιά ζούσε και ο Πάνος.
Το γιοτ πλατσούριζε στη θάλασσα, δελφίνια πλατσούριζαν δίπλα στο γιοτ, γλάροι πετάριζαν πάνω από το γιοτ. Δεν τα έβλεπα όλα αυτά, αλλά αισθανόμουν σαν να τα έβλεπα, όλα ωραία κι’ όμορφα μου φαινόντουσαν, βοήθαγε και το ουίσκι που είχα κατεβάσει και το ροζ χρώμα γύρω μου, μόνο που είχα αρχίσει να νυστάζω πολύ, ήταν και η μουσική του dj, που δεν ήταν ακριβώς μουσική του dj αλλά ένα σιντί που είχε αφήσει να παίζει και ήταν γεμάτο- καλά το καταλάβατε,-μπλουζ. Από αυτά που χουφτώνεις και όχι του Μισισιπή. Τα πάντα έδειχναν να βρίσκονται, πλέον, σε κατάσταση αναμονής. Νεκρός χρόνος. Περιμέναμε να φτάσουμε στη Νήσο Ψ. Οχτώ ώρες πάνω- κάτω, μου είχε πει η Μάρθα.
Έκανα αυτό που είχα δει να κάνουν δυο- τρεις ακόμα. Την έπεσα σε μια γωνιά του σαλονιού του γιοτ και προσπάθησα να κοιμηθώ. Χαλάκι. Άκουσα κάποιον να μου λέει: «Υπάρχουν και κρεβάτια, μην ταλαιπωρείσαι στο πάτωμα», αλλά δεν έδωσα σημασία.
Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου την είχε πέσει ο Ηλίας. Δεν έδωσα σημασία. Κακώς, γιατί όταν ξύπνησα είχε γείρει πάνω μου, όπως ένα βρέφος στην αγκαλιά της μάνα του και είχε γεμίσει σάλια το χέρι μου. Είδα στο τσεπάκι του πουκαμίσου του το κινητό μου. Πάλι καλά. Δεν το είχε χάσει. Το πήρα με τρόπο για να μην τον ξυπνήσω. Στην αίθουσα είχαμε μείνει μόνο όσοι κοιμόμασταν. Μουσική δεν ακουγόταν, μόνο το πλάτσα πλούτσα του γιοτ και των δελφινιών. Είχα δυο κλήσεις. Στο κινητό. Η μία ήταν της μάνας μου. Η άλλη της Γιώτας. Έκανα αυτό που θα έκανε κάθε άντρας που έχει υγιή σχέση με τη μάνα του: πήρα τη Γιώτα. Το σήκωσε και η φωνή της δεν άφησε καθόλου αδιάφορο το μάγκνουμ μου. Το αντίθετο θα έλεγα.
«Τι έγινε;», είπε.
«Όπως τα ήξερες. Τι να γίνει…», ψέματα εγώ. «Εσύ;».
«Κι’ εγώ καλά μωρέ. Είπα να σε πάρω να δω τι κάνεις»
«Καλά είμαι. Μια χαρά»
«Γουστάρεις να πάμε καμιά βόλτα σήμερα;».
«Δεν μπορώ. Έχω κανονίσει σήμερα».
«Με αποφεύγεις;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Έχουμε να μιλήσουμε έξι μήνες και μου φαίνεται ότι δεν έχεις και πολύ όρεξη να τα πούμε».
«Τι να πούμε;», είπα.
«Ε…ό,τι να ‘ναι. Πρέπει να πούμε κάτι συγκεκριμένο;»
«Να σε ρωτήσω κάτι; Αλλά θα μου απαντήσεις ειλικρινά».
«Πες μου».
«Πού είναι ο γκόμενός σου;»
«Ο ποιος; Μα τι είναι αυτά που λες τώρα παιδάκι μου». Κάθε φορά που εκνευριζόταν με αποκαλούσε παιδάκι της.
«Με άκουσες. Πού είναι ο γκόμενός σου;»
«Αργύρη, λες μαλακίες. Τι σχέση έχει τώρα ο γκόμενός μου;»
«Απάντησέ μου και θα σου πω».
«Εντάξει. Ο γκόμενός μου δεν ξέρω πού είναι. Θα τηλεφωνηθούμε αργότερα»
«Ωραία. Να του δώσεις χαιρετίσματα εκ μέρους μου. Γιατί πήρες ρε Γιώτα;».
«Σε σκέφτηκα και πήρα. Πειράζει;»
«Όχι, δεν πειράζει. Πες μου όμως γιατί πήρες».
«Τι να σου πω τώρα παιδάκι μου. Ψάχνεις πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν». Ο τόνος της φωνής της πρόδιδε το ότι έκρυβε κάτι. Ενοχλήθηκε που είχα ψάξει και βρει κάτι που υπήρχε, ενώ δεν έπρεπε να ψάξω και δεν έπρεπε να το βρω.
«Γιωτούλα», πιο αυστηρά εγώ. «Δεν ξέρω τι ζόρια τραβάς εσύ με τα δικά σου, τη ζωή σου και τα λοιπά. Φιλενάδα σου όμως δεν πρόκειται να γίνω. Τόσο μυαλό, στα τριαντακάτι μου το έχω. Ακούς;».
Σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Ήμουν έτοιμος να της το κλείσω.
«Δεν περίμενα τέτοια αντιμετώπιση πάντως», είπε.
«Ούτε εγώ την περίμενα από εσένα τότε. Αλλά την είχα», απάντησα.
«Δηλαδή με εκδικείσαι;», είπε.
«Όχι. Απλά δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το λαγό σου χορτάτο».
«Εξυπνάδες. Δηλαδή δεν θες να με ξαναδείς. Ούτε να κάνουμε παρέα που και που».
«Φίλους έχω. Αν εσύ δεν έχεις αρκετούς, πρόβλημά σου».
«Είσαι άδικος».
«Μπορεί. Αλλά καλύτερα άδικος παρά ξεφτίλας», απάντησα. «Να κλείσουμε;»
«Εντάξει, κλείνω». Έκλεισα πρώτος και αισθανόμουν μια χαρά. Κοίταξα το Bulgari. Δύο και μισή. Όπου να’ ναι θα φτάναμε. Μια ηλίθια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Ότι η Γιώτα όντως μπορεί να ήθελε να τα ξαναβρούμε και ότι εγώ κακώς της μίλησα έτσι και ότι έχασα μια ευκαιρία γαμώτο μου και τι με έπιασε εκείνη την ώρα και τέτοια. Της έκαναν κωλοδάχτυλο και έφυγε. Αισθανόμουν μια χαρά και θυμωμένος. Θυμωμένος γιατί δεν με είχε σεβαστεί. Αν με σεβόταν θα με είχε αφήσει ήσυχο. Αυτή και τα σκατολαγουδάκια της.
Υπάρχουν άνθρωποι που σε αντιμετωπίζουν ως συναισθηματική τράπεζα. Καταθέτουν ένα ποσόν και απαιτούν να τους είναι διαθέσιμο για όποτε ξεμείνουν. «Συγγνώμη, μπορώ να κάνω ανάληψη πέντε κομπλιμέντα και τρία βλέμματα που δείχνουν ξεκάθαρα ότι με γουστάρεις γιατί το έχω ανάγκη τελευταίως; Βλέπετε, στη δουλειά μου αλλάζουν τον αδόξαστο και ο γκόμενός μου μού φαίνεται ότι ξενοκοιτάζει. Σας παρακαλώωωω».
«Βεβαίως. Ό,τι θέλετε».
«Ευχαριστώ. Μετά εσείς βέβαια μπορείτε να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο, όσο εγώ πιπώνω τον γκόμενό μου».
«Ω, μα μην το κάνετε θέμα. Θα χτυπήσω το κεφάλι μου ευχαρίστως. Καλές πίπες».
Μπορεί να μην έχω σουξέ με τις γυναίκες. Μπορεί να μου κάθονται μόνο κατά τύχη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ψιλοκαταλαβαίνω το πώς σκέφτονται. Στα τριαντακάτι μου, κάτι έχω καταλάβει κι’ εγώ. Το καλό (ή κακό) είναι ότι όσο τις καταλαβαίνω τόσο πιο πολύ τις γουστάρω.
Πήρα τηλέφωνο και στη μάνα μου. Καλά είμαι, μην ανησυχείς, ο πατέρας εντάξει;, ναι θα μιλήσω και με τη Βάσω, εντάξει, ναι, όλα καλά, ναι, ναι είπα, εντάξει, θα έρθω κι’ από εκεί. Βάσω λένε την αδερφή μου.
Άνοιξα μια πόρτα και βγήκα στο εξωτερικό μέρος του γιοτ. Φύσαγε αρκετά. Στο βάθος είδα μια φλούδα στεριά. Πράσινη. Σαν από αγγούρι ένα πράγμα. Άναψα τσιγάρο. Αν ήμασταν εντός σχεδίου, αυτή θα έπρεπε να είναι η Νήσος Ψ. Θα ήμασταν εκεί το πολύ σε ένα τέταρτο. Ρε στη Νήσο Ψ θα είχε τσιγάρα; Μα πού ήταν όλοι; Με το που το σκέφτηκα, έγινε χαμός. Elvis. Viva Las Vegas. Διαπασών. Από τα ηχεία. Πολύ δυνατά. Όποιος και να κοιμόταν, θα ξυπνούσε. Όποιος δεν κοιμόταν, θα ξυπνούσε ακόμα περισσότερο. Άκουσα βήματα. Το ροζ εσωτερικό γιοτ άρχισε να γεμίζει πάλι. Εγώ έμεινα έξω. Παρατηρούσα. Η Εύα είχε ξυπνήσει ορεξάτη- όρμηξε στον μπουφέ. Ο Ηλίας, με το που ξύπνησε, έβαλε ποτό. Ο τύπος με το λουλουδάτο πουκάμισο ξυριζόταν με μια επαναφορτιζόμενη ξυριστική. Ο Andrew δεν ήταν πια ντυμένος μπάρμαν. Οι M&M είχαν βάλει φούξια μαγιό, ψάθινα καπέλα και τεράστια γυαλιά ηλίου. Ούτε ίχνος κυτταρίτιδας- όπως το είχα φανταστεί. Σε λίγο είχαν μαζευτεί όλοι. Μου φαινόντουσαν κεφάτοι και ανήσυχοι ταυτόχρονα. Μπορεί να έκανα λάθος. Μπορεί να πρόβαλα σ’ αυτούς την ανησυχία μου, όπως πρόβαλα και τα συναισθήματά μου στη Γιώτα όσο καιρό τα είχαμε. Δεν ξέρω.
Αυτό που ήξερα πάντως ήταν ότι με το που πλησιάσαμε αρκετά στη Nήσο Ψ, είδα κάτι που δεν κόλλαγε στο σκηνικό: Μία μικρή μαρίνα που χωρούσε δυο-τρία γιοτ σαν το δικό μας και τίποτα άλλο που να δείχνει ότι το νησί ήταν κατοικήσιμο. Παραλία και μετά δέντρα. Πολλά δέντρα. Αφύσικα πολλά δέντρα. Και συμμετρικά. Σαν να τα είχε φυτρώσει κάποιος. Μα ποιος είχε δώσει τόσα φράγκα για να φτιάξει μαρίνα σ’ αυτό το μέρος;
Ο Μεγάλος Δάσκαλος τα είχε δώσει, αλλά αυτό θα το μάθαινα αργότερα. Μαζί με το πού πήγαν οι χαμένες λέξεις όπως το «σπορτέξ». Και μαζί με το γιατί και πώς διαδόθηκαν τόσο πολύ η γιόγκα, η σαϊεντολογία, το ταντρικό σεξ και η Ζεφίρα, το μέντιουμ που σου λέει το μέλλον σου με 1,5 ευρώ/ λεπτό. Για το παρελθόν, δεν χρειάζεται να ξέρεις και πολλά φιλαράκο.
Αρκεί να θυμάσαι ότι παλιά ήταν καλύτερα.
31 Comments:
«Ευχαριστώ. Μετά εσείς βέβαια μπορείτε να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο, όσο εγώ πιπώνω τον γκόμενό μου»
Ρε Πασκάλ... τί να πώ... Έχεις όντως καταλάβει τόσο καλά τις γυναίκες;;;
Είσαι άπαιχτος ρε συ... ειδικά το χτύπημα του κεφαλιού...
τι να πώ...
Πάω παρακεί να πάθω κα'να νευριακό συγκλονισμό
This comment has been removed by a blog administrator.
Κύριε Πασκάλ, το παρτ ιλέβεν είναι μακράν το καλύτερο. Το τουέλβ θα είναι ακόμα πιο καλό;
Πασκάλ τι να πω;;;
ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
ΓΓΓΓΓΓΓΓΓΓΓΓ
ΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
ΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨ
ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ
Ελπίζω να έχεις γράψει ήδη και την συνέχεια και να μην περιμένουμε πάλι τόσες μέρες, τόσα λεφτά έχουμε πληρώσει. Μάς έριξες και όλα τα άλυτα μυστήρια στο τέλος μαζεμένα και όλα τα λυμένα στην αρχή (της γυναικείας φύσης), δηλκαδή κάπως ανάποδα, και δεν θα κοιμηθώ από την αγωνία.
Να είσαι καλά φίλε μπράβο
Συναισθηματική Τράπεζα ε? Υποκλίνομαι. Αποκρυπτογραφείτε το γυναικείο μυαλό όπως ο Βεντρίς την Γραμμική Β.
πόσο δίκιο έχεις με την τράπεζα, υπέροχος αργύρης. ή εσυ είσαι πολύ μπροστά ή εγώ έχω γυρίσει στο παρελθόν.
Μπορεί παλιά να ήταν καλύτερα αλλά εσύ έχεις βαλθει να αναστρέψεις την φορά του πράγματος: κάθε καινούργιο κομμάτι σου είναι ολοένα και καλύτερο.
Εύγε μαϊ μαν!
This comment has been removed by a blog administrator.
Είναι τόσο απολαυστικό αυτό που μου κάνεις με τα γραπτα σου που θα εθιστώ και μετά θα σου ζητάω τα λεφτά της κοινότητας! (αν δεν έχω εθιστεί ηδη...)
Βάλε και κανέναν τόκο...
ρε pascal κάνε μου μιά χάρη σε παρακαλώ... μάζι με τα σπορτέξ μήπως μπορείς να μου βρείς λυση και για το περίφημο 5-0... Απο ποιον χάνουν όλοι αυτοί...
Παρτ Ιλέβεν Ρούλζ
«Ευχαριστώ. Μετά εσείς βέβαια μπορείτε να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο, όσο εγώ πιπώνω τον γκόμενό μου».
……………………………………………………….
Όντως ρε φίλε. Πέτυχες τον χειρότερο εφιάλτη κάθε πρόσφατα χωρισμένου κοψοφλεβάκια.
Για περάστεεεε… lsd, μαριχουάνα, ξυραφάκια, σκοινιά, σαπούνια, βενζίνη, στουπί, βότκες , ουίσκια, παστέλι , σάμαλι κοκ για περάστεεεε...
Τι μου θύμισες βρε φίλε… Ο οίστρος σου με ταξίδεψε, κι αυτό το σκηνικό με την γκόμενα, το σπατουλάρισες σαν γλωσσόφιλο πάνω στο ψηφιακό χαρτί. Θα μου επιτρέψεις όμως κι ένα σχολιάκι γιατί πάνω-κάτω έχουμε πηδήξει τους ίδιους Μάηδες. Έχω παρατηρήσει ότι οι κουβέντες τύπου: «Παλιότερα ήταν καλύτερα» παίζουν όλο και περισσότερο στους κύκλους μου. Μεγαλώνουμε και ξεκουτιαίνουμε, φίλε… Ε βρε τι έχουμε να φτιάξουμε όταν χάσουμε τα μαλλιά και βάλουμε μασέλα…
Ο ενθουσιασμός του αναγνωστικού κοινού, φίλτατε Πασχάλη, δεν είναι τυχαίος. Το παρτ 11 έσκισε.
Ο διάλογος Γιώτας-Αργύρη ήταν ανατριχιαστικά αληθινός. Και υπεράνω φύλων να προσθέσω. Διότι δυστυχώς μπορεί να παιχτεί (με ελάχιστες αλλαγές σε καταλήξεις κλπ.) ως μονόπρακτο ξεφτίλας/κολλήματος/αναξιοπρέπειας κλπ. και με αντιστροφή στους ρόλους. Συμβαίνει και στις γυναίκες. Πιστέψτε με.
Μ'αρέσει που πάντα μέσα-μέσα θα χώσεις και προβληματισμό που δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, όπως το επίκαιρο πολιτικό σχόλιο ή η παρατήρηση: "Τώρα όλοι στη Μύκονο και τη Σαντορίνη πάνε. Αν δεν έχεις πάει Μύκονο και Σαντορίνη ποτέ στη ζωή σου, σε κοιτάνε λες και δεν έχεις πάει ποτέ για κούρεμα." Επειδή εγώ και δεν έχω πάει ποτέ μου και τα μαλλιά μου είναι αρκούντως μακριά, έτσι εξηγώ πολλά βλέμματα. Ευχαριστώ.
Η αγωνία με την άφιξη στην νήσο κορυφώνεται. Σκέφτομαι μόνο ότι η νήσος θα πρέπει εκτός από δέντρα να διαθέτει και κάποιου είδους υποδομές. Η Εύα σε λίγο θα ξαναπεινάσει (σας μιλάω εκ πείρας).
Υ.Γ. Δεν πιστεύω ότι παλιά ήταν καλύτερα. Απλώς τείνουμε να ξεχνάμε τα δυσάρεστα. (Το σοβάρεψα ε;)
άντε να φτάσουμε στη νήσο γιατί τελειώνουν και τα τσιγάρα..!
Μόνο και μόνο για τον διάλογο Αργύρη - Γιώτας και το σχόλιο μετά, όλοι οι homeless [λόγω Κατρίνα] μαύροι Bluesmen του Delta, σε συγχωρούμε για το ατόπιμα με τα blues. :-))))))
Δε μου λες ρε φιλε,φταιει η γκομενα αν ενας αντρας τη κανει το κεντρο του (μικρο)κοσμου του?
Η γκομενα βαριεται και λεει αντε γεια,και μετα εσυ χανεις τα αυγα και τα pascalια...
Ποια ειναι η λυση? Να γινεις εσυ το κεντρο του κοσμου για μια γκομενα,και να κλαιει αυτη μετα για σενα...Βεβαια μετα θα βαρεθεις εσυ...Καταλαβες?Δεν υπαρχει λυση...
Εξαιρετικον το δοκιμιον...
όλα τα λεφτά αυτός ο Αργύρης!
"Είχα δυο κλήσεις. Στο κινητό. Η μία ήταν της μάνας μου. Η άλλη της Γιώτας. Έκανα αυτό που θα έκανε κάθε άντρας που έχει υγιή σχέση με τη μάνα του: πήρα τη Γιώτα."
AXAXAXAXAXAXAXAXAXAXAXAXA......
Άντε χάσου ρε τρισμέγιστε, μας κάνεις να σιχαινόμαστε τα κείμενά μας!
;^p
(το καταπληκτικό με τις σχέσεις "συναισθηματική τράπεζα" είναι ότι δεν χρειάζεται να έχει υπάρξει παλαιά γκομενο-κατάσταση, αρκεί να αιωρείται στον αέρα το σχετικό ανεκπλήρωτο φλερτ...)
Απόλυτα σωστός όπως πάντα. Και μόλις είχα δεχτεί επίθεση απο το παρελθόν. Blast from the past, save me!
Pascal, θα γίνω κι εγώ κοινότυπη κ θα πω ότι το Ιλέβεν μου προκάλεσε ρίγη συγκίνησης. Επίσης θα μακρυγορήσω διότι ανακάλυψα κι άλλες επιρροές αγαπημένων μου συγγραφέων και χοροπήδησα. Ειδικά δε η κορυφαία εισαγωγή παραγράφου "Το γιοτ πλατσούριζε στη θάλασσα..." (αλλά κ η πρώτη ενότητα) χτύπησε Τσιφόρο και ευαίσθητη χορδή :D Ο διάλογος δε, με διέλυσε.
Με κίνδυνο να με λιντσάρουν, επικροτώ και επιβεβαιώνω τη θεωρία περί συναισθηματικής τράπεζας και προειδοποιώ πως
α)οι καταθέσεις γίνονται συνήθως ασυναίσθητα [δυστυχώς για εσάς]
β)η ανάληψη πρέπει να γίνει τη στιγμή που απαιτείται [δυστυχώς για εσάς]
γ)σε περίπτωση άρνησης του ζητούμενου ποσού, επειδή το ΑΤΜ έχει ξεμείνει or whatever, οι κυρώσεις είναι άμεσες και δη εκκωφαντικές [δεν θα επαναληφθώ, το έπιασες]
Επίσης δεν θα αναφερθώ στο cliffhanger με τόσες αποκαλύψεις που υπόσχεται ο Αργύρης, διότι χρόνια τώρα δεν κοιμάμαι τα βράδια αναρωτώμενη και πρέπει να περιμένω κι άλλο!! Ουφ, αναφέρθηκα. :PP
Έμπαινε Αργύρη - ελπίζουμε κ σε μια εκ των Μ&Μ σύντομα!!
Προς id...
Εχεις δικιο σε αυτα που λες εφοσον αναφερεσαι σε αντρες:
α)ανασφαλεις...
β)αδυναμους...
γ)πεινασμενους ερωτικα χωρις εμπειριες...
δ)ανωριμους...
Αν σου αρεσει να εξουσιαζεις ενα απο τους παραπανω τυπους ανδρων, τοτε με τις υγειες σου...
Ωχ, σαν πολλοί μαζευτήκατε.
@χαμένο κορμί: Όχι, δεν τις έχω καταλάβει τόσο καλά. Ο Αργύρης πάλι, ίσως :)
@krot: Πού να δεις και το παρτ θέρτι του. Φυσάει λέμε.
@μαύρος γάτος: Να σου πώ την αλήθεια, δεν έχω ιδέα τι θα γίνει μετά και πότε θα ποστάρω τη συνέχεια.
@οίστρος: Το γυναικείο πιο; :PPP
@peeping tom: whatever suits you man. Thanks.
@οι σκιές μιλάν: Ευχαριστώ man. Α, δεν χρειάζομαι τόση διαφήμιση ρε
@satya: Αντί να με πληρώσετε ζητάτε και από πάνω. ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ.
@matron maya: Ρε παπάρα, στο champions league χάνουν. Ποια ομάδα είναι, δεν χρειάζεται να πούμε ε;
@lex_luthor: Δεν ξέρω αν είναι ο χειρότερος. Από τους χειρότερους, σίγουρα.
@vita mi barouak: Έχουμε άλλα δέκα χρόνια για να αλλάξουμε τον κόσμο. Προλαβαίνουμε λες;
@ιφιμέδεια: Καλέ μην ανησυχείς. Η Εύα δεν θα πεινάσει καθόλου. Όσο για το "παλιά ήταν καλύτερα", ούτε ο Αργύρης το πιστεύει ούτε εγώ.
@chris: Έτσι μπράβο ρε. Α, παίζω κι' εγώ λίγη κιθάρα, αλλά όχι σπουδαία πράγματα.
@λύκος: H λύση είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία. Τι μου τα λες εμένα ρε. Θα απολογούμαι εγώ για το τι έκανε και τι δεν έκανε ο Αργύρης; Ρε μυστήρια πράγματα. Ευχαριστώ για το κομπλιμάν, man.
@αλεπού: Ποια λεφτά; Είδες εσύ λεφτά; Γράφω- γράφω και δεν αξιώθηκε ένας χριστιανός να πει "ρε πασκάλ, πάρε ρε χίλια ευρώ να συνεχίσεις την ιστορία σου απερίσπαστος". Τσίπηδες παιδάκι μου, τι να πεις...
@anonymous: :PPP
@mpampakis: Σωστός. Όσο για τα κείμενά σου, δεν χρειάζεται να τα σιχαίνεσαι εσύ ρε. Μπορούν να τα σιχαίνονται οι άλλοι.
@giorugosu: Πες της να πάει να ξυρίσει την κεφάλα της. Ακούς;
@id: Κοίτα, έχω ακούσει σ' αυτά τα έντεκα ποστς για Χρηστίδη, Τομ Ρόμπινς κ.λπ και δεν είπα τίποτα. Αλλά ΟΧΙ Τσιφόρος. Ιεροσυλία ρε. Ο τύπος ήταν τεράστιος.
Έχω μια ιστοριούλα με τον Τσιφόρο, ίσως την έχεις ακούσει. Μια παρέα συζητούσε για γκομενικά, πώς πηδιούνται με τη γυναίκα τους κ.λπ. Ο Τσιφόρος πλέον σε προχωρημένη ηλικία. Τον ρωτάει κάποιος: Εσύ κύριε Νίκο, πώς τα πας με την κυρά στο κρεβάτι; Γυρίζει και απαντάει: "Ρε παιδιά, εγώ γυρίζω από τη δουλειά κουρασμένος. Η γυναίκα μου μου έχει μαγειρέψει, μου φέρνει τις παντούφλες μου, ετοιμάζει το μπάνιο μου. Το σπίτι τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Με προσέχει σαν τα μάτια της. Ε, τέτοια γυναίκα, είναι να την πηδήξεις;" :PPP
@sorry_girl: Έχει κάτι περίπερα εκεί, μούρλια.
τα σεβη μου φιλε μου
Νιωθω την αναγκη να σου πω ενα μεγαλο ευχαριστω για το χρονο που μας αφιερωνεις,να μας απαντησεις,να γραψεις το ποστ κτλ...
Νομιζω οτι η επιλογη σου ειναι να εχεις γεματη ψυχη, και οχι γεματο πορτοφολι...
Got it...
"Όσο για τα κείμενά σου, δεν χρειάζεται να τα σιχαίνεσαι εσύ ρε. Μπορούν να τα σιχαίνονται οι άλλοι."
Είσαι φίλος ρε! Με συγκίνησες!
Θύμησέ μου, ήσουνα και στο γάμο μου; Εσύ ήσουνα το μυστήριο τραίνο που μας είχε πει "και του χρόνου";
:^p
@ Λύκος:
Νόμιζα πως ειδικά το τελευταίο πόιντ προσφέρει στο πιάτο και την άποψή μου για τις καταθέτριες/αναλήπτριες :DD
@ Pascal:
Ο τύπος ήταν όντως τεράστιος αγαπητέ μου, και άψογη η ιστορία που αναφέρεις! Μιλούσα κυρίως για αφηγηματικές φόρμες πάντως - αν και η αναπόληση αρχικά έχει χρώμα Τσιφόρου, τουλάχιστον σε μένα έτσι φάνηκε, μιας και έχει μπόλικες δόσεις τρυφερής και μη ειρωνείας για ένα τετριμμένο θέμα. Αυτό όμως με το πλατσούρισμα είμαι σίγουρη ότι το ακούω να ηχεί από διήγημά του.
Ελπίζω να μη σου έχουμε καταστρέψει το στόρι με το βρες-την-επιρροή, είναι απόδειξη της διακειμενικότητάς σου :PP
Προς id...
Ξερεις, συνταγες δεν υπαρχουν...
Ουτε νομοι και κανονες...
Μια μερα ειναι αρκετη, για να αλλαξει η ζωη σου...
Καλη τυχη στα ονειρα σου...
@padrazo: Ανταποδίδω φίλτατε
@λύκος: Ρε, τι ευχαριστώ και αηδίες. Το κέφι μου κάνω.
@mpampakis: Έτσι, έτσι. Γιατί ξεχνάς καμιά φορά ότι είσαι παντρεμένος και το παίζεις και γκόμενος. ΑΛΗΤΗ.
@id: Μπα, δεν με χαλάνε οι παρομοιώσεις. Αλλά τις βρίσκω υπερβολικές.
@λύκος: Μα τι ευγενής και τζέντλεμαν είστε...
Αλλο ένα τζάνκι στο τσιχλοφουσκέ κλαμπ του Αργύρη (σήμερα τον κατάφερα οοοοολον)
Εκ-σαίρετος φίλε μου.
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε