Η ομπρέλα
Κάποιος με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα. Έχουν περάσει ακριβώς πέντε χρόνια που με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα.
Δεν ξέρω το όνομά του. Η εμφάνισή του δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο: φοράει συνέχεια ένα γκρι κουστούμι, έχει γκρίζους κροτάφους και το πρόσωπό του δεν μπορείς να το πεις ούτε ωραίο ούτε άσχημο. Μάλλον αδιάφορο. Τον συνάντησα ένα πρωί. Καθόμουν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και διάβαζα εφημερίδα. Ξαφνικά ένιωσα κάτι να αγγίζει το κεφάλι μου. Ήταν αυτός. Και από τότε με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα.
Στην αρχή γύρισα και τον κοίταξα με ένα μίγμα απορίας και θυμού: συνέχιζε να με χτυπάει. Τον ρώτησα αν ήταν τρελός: δεν φάνηκε ούτε καν να με ακούει. Απείλησα ότι θα φωνάξω την αστυνομία. Ατάραχος, συνέχισε να με χτυπάει. Μετά από μερικές στιγμές αναποφασιστικότητας, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει τη συμπεριφορά του, σηκώθηκα και του έριξα μια μπουνιά. Έπεσε κάτω αφήνοντας έναν ανεπαίσθητο λυγμό. Ξανασηκώθηκε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια και μη λέγοντας ούτε λέξη συνέχισε να με χτυπάει.
Η μύτη του αιμορραγούσε και για μια στιγμή τον λυπήθηκα. Αισθάνθηκα και τύψεις που τον είχα χτυπήσει τόσο δυνατά. Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ακριβώς ότι με έκανε μαύρο στο ξύλο, απλά με χτυπούσε με την ομπρέλα του με έναν ενοχλητικό επαναλαμβανόμενο τρόπο. Είναι όπως όταν μια μύγα προσγειώνεται στο μέτωπό σου. Απλά σε ενοχλεί και θέλεις να τη διώξεις.
Πεισμένος ότι είχα να κάνω με έναν θεοπάλαβο, προσπάθησα να του ξεφύγω. Αυτός όμως με ακολούθησε και συνέχισε να με χτυπάει χωρίς να βγάζει άχνα. Οπότε άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έτρεχε και αυτός, προσπαθώντας συνεχώς να μου φέρει την ομπρέλα του στο κεφάλι. Τον άκουγα να ξεφυσάει τόσο δυνατά από την προσπάθεια, που φοβήθηκα ότι αν συνεχίσει να τρέχει θα πέσει ξερός από καρδιακό.
Έτσι, σταμάτησα να τρέχω και άρχισα να περπατάω. Τον κοίταξα. Δεν υπήρχε ίχνος ευγνωμοσύνης στο πρόσωπό του. Και φυσικά συνέχισε να με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα.
Σκέφτηκα να πάω σε ένα αστυνομικό τμήμα, να πιάσω έναν μπάτσο και να του πω «Κύριε, αυτός εδώ ο τρελός με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα». Θα ήταν σίγουρα μια υπόθεση χωρίς προηγούμενο. Ο αστυνομικός θα άρχιζε να μου κάνει ένα σωρό ερωτήσεις και μπορεί στην τελική να έβρισκα τον μπελά μου.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι. Πήρα το λεωφορείο. Έκατσα μπροστά- αυτός ακριβώς από πίσω μου συνέχισε να με χτυπάει. Οι επιβάτες μας κοίταζαν περίεργα. Μερικοί άρχισαν να γελούν. Κανένας δεν είπε κουβέντα όμως. Ο οδηγός μας κοίταξε από τον καθρέφτη και κούνησε το κεφάλι του. Ο διώκτης μου, απτόητος, συνέχιζε να με χτυπάει. Μου ήρθε να σηκωθώ και να φωνάξω «Τι κοιτάτε ρε μαλάκες; Δεν έχετε ξαναδεί άνθρωπο να τον χτυπάνε με μια ομπρέλα;».
Έφτασα σπίτι. Προσπάθησα να του κλείσω την πόρτα στη μούρη. Αυτός την άρπαξε πριν προλάβω και με ακολούθησε μέσα.
Από τότε, και για πέντε χρόνια τώρα, συνεχίζει να με χτυπάει με την ομπρέλα του. Δεν σταματάει ούτε για να φαει ούτε για να κοιμηθεί. Το μόνο που κάνει είναι να με χτυπάει. Είναι μαζί μου πάντα, ακόμα και όταν κάνω έρωτα. Θυμάμαι ότι στην αρχή τα χτυπήματά του με κρατούσαν ξύπνιο όλη τη νύχτα. Τώρα νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς αυτά.
Δεν ξέρω το όνομά του. Η εμφάνισή του δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο: φοράει συνέχεια ένα γκρι κουστούμι, έχει γκρίζους κροτάφους και το πρόσωπό του δεν μπορείς να το πεις ούτε ωραίο ούτε άσχημο. Μάλλον αδιάφορο. Τον συνάντησα ένα πρωί. Καθόμουν σε ένα παγκάκι στο πάρκο και διάβαζα εφημερίδα. Ξαφνικά ένιωσα κάτι να αγγίζει το κεφάλι μου. Ήταν αυτός. Και από τότε με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα.
Στην αρχή γύρισα και τον κοίταξα με ένα μίγμα απορίας και θυμού: συνέχιζε να με χτυπάει. Τον ρώτησα αν ήταν τρελός: δεν φάνηκε ούτε καν να με ακούει. Απείλησα ότι θα φωνάξω την αστυνομία. Ατάραχος, συνέχισε να με χτυπάει. Μετά από μερικές στιγμές αναποφασιστικότητας, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει τη συμπεριφορά του, σηκώθηκα και του έριξα μια μπουνιά. Έπεσε κάτω αφήνοντας έναν ανεπαίσθητο λυγμό. Ξανασηκώθηκε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια και μη λέγοντας ούτε λέξη συνέχισε να με χτυπάει.
Η μύτη του αιμορραγούσε και για μια στιγμή τον λυπήθηκα. Αισθάνθηκα και τύψεις που τον είχα χτυπήσει τόσο δυνατά. Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ακριβώς ότι με έκανε μαύρο στο ξύλο, απλά με χτυπούσε με την ομπρέλα του με έναν ενοχλητικό επαναλαμβανόμενο τρόπο. Είναι όπως όταν μια μύγα προσγειώνεται στο μέτωπό σου. Απλά σε ενοχλεί και θέλεις να τη διώξεις.
Πεισμένος ότι είχα να κάνω με έναν θεοπάλαβο, προσπάθησα να του ξεφύγω. Αυτός όμως με ακολούθησε και συνέχισε να με χτυπάει χωρίς να βγάζει άχνα. Οπότε άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έτρεχε και αυτός, προσπαθώντας συνεχώς να μου φέρει την ομπρέλα του στο κεφάλι. Τον άκουγα να ξεφυσάει τόσο δυνατά από την προσπάθεια, που φοβήθηκα ότι αν συνεχίσει να τρέχει θα πέσει ξερός από καρδιακό.
Έτσι, σταμάτησα να τρέχω και άρχισα να περπατάω. Τον κοίταξα. Δεν υπήρχε ίχνος ευγνωμοσύνης στο πρόσωπό του. Και φυσικά συνέχισε να με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα.
Σκέφτηκα να πάω σε ένα αστυνομικό τμήμα, να πιάσω έναν μπάτσο και να του πω «Κύριε, αυτός εδώ ο τρελός με χτυπάει στο κεφάλι με μια ομπρέλα». Θα ήταν σίγουρα μια υπόθεση χωρίς προηγούμενο. Ο αστυνομικός θα άρχιζε να μου κάνει ένα σωρό ερωτήσεις και μπορεί στην τελική να έβρισκα τον μπελά μου.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι. Πήρα το λεωφορείο. Έκατσα μπροστά- αυτός ακριβώς από πίσω μου συνέχισε να με χτυπάει. Οι επιβάτες μας κοίταζαν περίεργα. Μερικοί άρχισαν να γελούν. Κανένας δεν είπε κουβέντα όμως. Ο οδηγός μας κοίταξε από τον καθρέφτη και κούνησε το κεφάλι του. Ο διώκτης μου, απτόητος, συνέχιζε να με χτυπάει. Μου ήρθε να σηκωθώ και να φωνάξω «Τι κοιτάτε ρε μαλάκες; Δεν έχετε ξαναδεί άνθρωπο να τον χτυπάνε με μια ομπρέλα;».
Έφτασα σπίτι. Προσπάθησα να του κλείσω την πόρτα στη μούρη. Αυτός την άρπαξε πριν προλάβω και με ακολούθησε μέσα.
Από τότε, και για πέντε χρόνια τώρα, συνεχίζει να με χτυπάει με την ομπρέλα του. Δεν σταματάει ούτε για να φαει ούτε για να κοιμηθεί. Το μόνο που κάνει είναι να με χτυπάει. Είναι μαζί μου πάντα, ακόμα και όταν κάνω έρωτα. Θυμάμαι ότι στην αρχή τα χτυπήματά του με κρατούσαν ξύπνιο όλη τη νύχτα. Τώρα νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς αυτά.
9 Comments:
holy fuckin shit!
μαλλον η συνειδηση σου ειναι.
μηπως εκανες καμια χοντρη μαλακια και το μετανιωσες? μηπως οταν ησουν μικρος δεν σε επαιζαν τα αλλα παιδακια ?
Τοχς χαμένου του γουμάρ...
Ξέρω εγώ τι είναι: ένας από τους κουστουμάτους που κατεδίωκαν τον Anthony Hopkins στο Hearts in Atlantis!!!!!!!!
Μήπως το υποσυνείδητο σου είναι ματάκιας?Ξεκόλλα μπορείς και χωρίς ομπρέλα.......
Οριστε αγαπητε μου
Αφου γραφετε υπεροχα
Αφηστε πισω τις ανεξοδες
μπλογκοδιαμαχες και καντε
το κεφι σας
Μην εξαρταστε απο επισκεψιμοτητες
και γραμματοσειρες
Ολα θα γινουν οπως πρεπει
Αποβαλλετε κατ'αρχην τον
δημοσιογραφικο προσωπειο που φορατε
στη δουλεια σας και συνεχιστε
απερισπαστος
Θα δειτε..
δεν είναι η συνείδησή μου ούτε το υποσεινήδητό μου. Για την ακρίβεια, το κείμενο δεν είναι αυτοβιογραφικό. Nice try πάντως.
Τελευταίε anonymous: Το "δημοσιογραφικό μου προσωπείο" δεν βγαίνει. Η δουλειά μου, καλώς ή κακώς, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς μου. Και αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου.
deadend mind: Thanks
CD: Λες;
Γαλάτη: Τι γρήγορες. Στον κ@#ο πρέπει να του μπει. Όλη.
matron maya: Καλή αφόδευση :P
Υπέροχο.
Πολύ καλό. Μ' έκανες και θυμήθηκα τον Ε.Χ. Γονατά που διάβαζα πριν από πολλά χρόνια...
Post a Comment
<< ΠάÏηÏΠμε